Ο παπά Αντώνιος Μηνάς ή Ροβυθης κατάγονταν από την Μονεμβασιά. Ήταν γιός του Μηνά Γεώργ. Ροβύθη ο οποίος κατοικούσε στον Βροντάδο, στη συνοικία Καριώτος,της ενορίας Αγίου Μάρκου.
Κατά τις μέρες της Σφαγής, ο παπά Αντωνης, πήρε την πρεσβυτέρα του,Κυριακή και τα πέντε του παιδιά, Μαθιό,Μιχάλη και Επαμεινώνδα, Δροσιά και Μαριγω κι έφυγαν για να σωθούν στο Κάβο Μελανιό.
Καθώς ανέβαιναν το Αιπος, τους πρόλαβαν οι Τούρκοι κι άρχισαν να τους καταδιώκουν. Προσπαθούσαν να πιάσουν τον μικρό Επαμεινώνδα ο οποίος λόγω της μικρής του ηλικίας έμενε πίσω. Μόλις ο παπά Αντωνης κι η πρεσβυτέρα του το αντιλήφθηκαν, στάθηκαν στην κορυφογραμμή κι άρχισαν να ρίχνουν μεγάλες πέτρες και να κυλούν ογκόλιθους καταπάνω στους Τούρκους κι έτσι κατάφεραν να τους καθυστερήσουν και να σώσουν το μικρό παιδί. Μετά από πολύωρη και κοπιωδη πορεία έφθασαν στο Μελανιός κι εκεί ο παπάς επεβιβασε την οικογένειά του σε κάποιο καΐκι Ψαριανό. Ο ίδιος έμεινε πίσω περιμένοντας άλλο πλοίο για να φύγει.
Πρίν όμως καταφέρει να βρει πλοιάριο ( ήταν απεριγραπτος ο συνωστισμός και η αγωνία) κατέφθασαν τα μπουλουκια των Τούρκων κι άρχισαν άγρια σφαγή. Τα αίματα των αθώων ανθρώπων πότισαν την γη και πορφυρωσαν τη θάλασσα του Μελανιους.
Απελπισμένος κι έντρομος ο παπά Αντωνης κυλιέται μες στα αίματα και προσποιείται ανάμεσα στους σφαγμενους, το νεκρό. Οι Τούρκοι δεν του έδωσαν προσοχή γιατί τον θεώρησαν πεθαμένο.
Όταν έπαψε η σφαγή και τα ταγκαλάκια απομακρύνθηκαν ο παπάς κατάφερε να βρει καράβι,να περασει στα Ψαρά και να σμίξει με τους δικούς του. Όμως το 1824 με την καταστροφή των Ψαρών νέες περιπέτειες ξεκινούν ,αφού αιχμαλωτιζονται η πρεσβυτέρα του,η έγκυος κόρη του Δροσιά κι ο επτάχρονος γιός του,Μιχάλης. Ο ταλαίπωρος ιερέας καταφεύγει με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στην Τήνο. Εκεί άρχισε μέρα νύχτα να ερευνά και να αναζητεί την πρεσβυτέρα και τα παιδιά του .
Κάποια στιγμή πληροφορείται ότι η μεν πρεσβυτέρα του βρίσκεται στη Σμύρνη, στο σπίτι ενός πλούσιου Αγά,η δε κόρη του Δροσιά με το τρίχρονο πλέον κοριτσάκι της, στο Νυμφαίο, αιχμάλωτη του Καδή Εσείντ Μεχμέτ Εμήν.
Αναχωρεί λοιπόν για τη Σμύρνη, πηγαίνει στην μητρόπολη και με την βοήθεια και τις έρευνες του Μητροπολίτη ανακαλύπτει κι εξαγοράζει την πρεσβυτέρα του για τρεις χιλιάδες γρόσια. Στη συνέχεια πηγαίνει στο Νυμφαίο όπου αντιμετωπίζει την άρνηση του Καδή. Επ’ ουδενί δεχόταν να απελευθερώσει την Δροσιά και το παιδί της. Μετά από πολλές παρακλήσεις και ικεσίες ο Καδής ζήτησε από τον παπά χίλια γρόσια κι έναν αγιασμό για χάρη της βαρεια άρρωστης χανούμισάς του. Ή χανουμισα ήταν παραλυτη και στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας της.
Ο παπά Αντωνης μπροστά σ αυτό το δίλημμα επέστρεψε στην Σμύρνη και συμβουλευτηκε τον μητροπολίτη (άν ήταν επιτρεπτό να κάνει αγιασμό σε αλλοθρησκο).Ο Μητροπολίτης του λέει: Να πάς και να τής κάμεις οχι ένα αγιασμό, αλλά δύο και τρεις, με την καρδιά σου ,για χάρη της απελευθέρωσης των παιδιών σου.
Γεμάτος χαρά ο αγαθός ιερέας επιστρέφει στο Νυμφαίο για να ψάλλει τον αγιασμό και τότε βλέπει την κόρη του να βγάζει από μία θυρίδα του σπιτιού, μια λειψανοθηκη. Αυτήν την λειψανοθηκη είχε εντολή από τον Καδή να θυμιαζει καθημερινά και να ανάβει μπροστά της ακοιμητη κανδήλα σύμφωνα με την πίστη της!!!
Μετά τον αγιασμό ,που τελέσθηκε εν απουσία του Καδή, (αυτός βρισκόταν στο ιεροδικειο) η χανουμισα ανέρρωσε θαυματουργικά, σηκώθηκε, περπατούσε δοξαζοντας τον Θεό κι όταν το μεσημέρι επέστρεψε ο σύζυγός της, η ίδια κατέβηκε και τον υποδέχθηκε στη θύρα του σπιτιού. Ο Καδής συγκινημένος άρχισε να κατασπαζεται το χέρι του παπά Αντωνη και να τον ευχαριστεί. Αμέσως δε, εχαρισε την ελευθερία στην κόρη του Δροσιά και στο τριετές κοριτσάκι της και εδωρησε την θαυματόβρυττη λειψανοθηκη στον ιερέα.
Περιχαρής επέστρεψε με τα σκλαβωμένα μέλη της οικογένειάς του στην Τήνο και λίγα χρόνια αργότερα στην ματοβαμενη Χίο.
Διετέλεσε, έκτοτε εφημέριος του Αγίου Μάρκου Βροντάδου, όπου κι εναπεθεσε την λειψανοθηκη.
Το κιβώτιο αυτό έχει εξωτερικως σχήμα και μορφή βιβλίου, του οποίου το εξώφυλλο είναι και καπάκι. Εσωτερικώς έχει εζωγραφισμενες τις μορφές Αγίων,των οποίων λείψανα είναι τοποθετημένα κάτω απο διακοσμημένο ασημένιο κάλυμμα.
Είναι δε τα λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, των Αγίων πατέρων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ, κτητορων της Νέας Μονής, της Αγίας Ματρωνης και εκ των Αγίων Δισμυρίων των εν Νικομηδεία.
Η θαυμαστή αυτή ιστορία κατεγράφη και δημοσιεύθηκε στα Χιακα Εκκλησιαστικά Χρονικά από τον αείμνηστο παπά Μάρκο Αγ.Βασιλάκη.
Ας έχουμε όλων την ευχή!!!