ΜΙΚΡΑ ΒΑΜΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Το κείμενο που ακολουθεί σχετικά με την άλωση της Κωνσταντινούπολης,
αποτελεί μέρος της Ιστορίας (Chronicon Minus) του Βυζαντινού συγγραφέα Γεωργίου Φραντζή,
επιστήθιου φίλου και μυστικοσύμβουλου, του τελευταίου αυτοκράτορα των Ελλήνων Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. {…}
Πρέπει να σημειώσουμε,
ότι και άλλοι έγραψαν την ιστορία της άλωσης, όπως ο Δούκας και ο Βενετός Μπάρμπαρο,
αλλά αυτοί δεν είχαν στενές σχέσεις με τον Παλαιολόγο, όπως ο Φραντζής,
ώστε να γνωρίζουν με ακρίβεια, όσα σχεδιάζονταν και γίνονταν μυστικά στα ανάκτορα.
Κατά συνέπεια, η ιστορία τους δεν μπορεί να έχει την ακρίβεια και την πληρότητα του έργου του Φραντζή.
Ο Γεώργιος Φραντζής γεννήθηκε,
όπως αναφέρει ο ίδιος το 1401 μ. Χ. επί της Βασιλείας του Μανουήλ Παλαιολόγου,
από επίσημη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και ήταν συγγενής του Γρηγορίου Παλαιολόγου του Μαμωνά,
που ήταν παλιότερα ηγεμόνας της Μονεμβασίας. {…}
Ο Φραντζής σαν Χριστιανός Ορθόδοξος, που έγραψε την ιστορία του στα τέλη της ζωής του,
την οποία διηγείται με χριστιανικό τρόπο, φαίνεται ότι είναι ο πιο αντικειμενικός από όλους τους συγχρόνους του.
Μάλλον παραλείπει, παρά προσθέτει ορισμένα γεγονότα, εκθέτει όσα αντιλήφθηκε
με μεγάλη ευσυνειδησία και χριστιανική αφέλεια, ενώ διαψεύδει έντονα,
όσα απέδωσαν οι Δυτικοί στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο από φθόνο ή μνησικακία.
Δεν θέλουμε να αποδώσουμε σκόπιμες παραλείψεις στους ιστορικούς Δούκα και Μπάρμπαρο,
που ήταν δυτικού δόγματος, αλλά ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του,
αν τους διαβάσει και τους παραβάλει προς τον Φραντζή.

[sc name=”vyzantina-skoylarikia” ][/sc]

{…}Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαίου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους εύρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχειρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δεν διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν.

Ποιός μπορούσε να περιγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή την βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στην γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικόνες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν με τα άλογά τους με τα χρυσούφαντα μεταξωτά άμφια των ιερέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα.

Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κειμήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. {…} Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φόνοι και βιασμοί. Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. {…}

Ήρθαν οι Τούρκοι, και τους χριστιανούς που είχαν εναπομείνει στα εσωτερικά τείχη τους έδιωξαν με μικρά πυροβόλα όπλα, βέλη και τόξα και πέτρες, και έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, εκτός από τους πύργους τους ονομαζόμενους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, όπου είχαν τοποθετηθεί οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Αυτοί πολεμούσαν γενναία ως την έκτη και την έβδομη ώρα, και θανάτωσαν πολλούς Τούρκους· και βλέποντας τον αριθμό των αντιπάλων δεν ήθελαν να υποδουλωθούν· και έλεγαν καλύτερα να πεθάνουν παρά να ζουν.

Ένας Τούρκος έκανε αναφορά στον αμιρά για την ανδρεία των Κρητικών, και αυτός διέταξε να κατέβουν με συμφωνία, και να είναι ελεύθεροι αυτοί και το πλοίο τους και όλος ο εφοδιασμός που είχαν. Και αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, τέλος τους έπεισαν να φύγουν από τον πύργο. Δυο αδέρφια Ιταλοί, ονομαζόμενοι Παύλος και Τρωίλος, μάχονταν γενναία με πολλούς άλλους στο σημείο που τους είχε οριστεί, διώχνοντας σκληρά τους εχθρούς με γενναία συμπλοκή και σύρραξη, και γινόταν φοβερό φονικό ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα μέρη.

Κάποια στιγμή στρέφεται ο Παύλος και, βλέποντας τους εχθρούς μέσα στην πόλη, λέει στον αδερφό του: «Φρίξε ήλιε και στέναξε γη! Έπεσε η Πόλη και ‘μεις ξεχαστήκαμε πολεμώντας. Τώρα, αν μπορούμε, ας κοιτάξουμε να σωθούμε».

Έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (1453). Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς· όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς. Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν.

Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες. Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη; Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται, και να διαρπάζονται τα τιμαλφή σκεύη, τα οποία είτε έσπαζαν ή τα σφετερίζονταν. Το ίδιο έκαναν και με τον διάκοσμο: καταπατούσαν τις άγιες εικόνες που ήταν διακοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, για ν’ αφαιρέσουν τα κοσμήματα, έκαναν κρεβάτια τις άγιες τράπεζες, και σκέπαζαν τα άλογά τους με τις ιερατικές στολές και με ενδύματα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά, και τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων τα έκλεβαν, καταπατώντας τα άγια λείψανα· και έκαναν και άλλα αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα πολλά, σαν προπομποί του αντίχριστου που ήταν.

Ω, η σοφή σου κρίση, Χριστέ βασιλεύ, είναι ανερμήνευτη και ανεξιχνίαστη. Και έπρεπε να δεις τον τεράστιο και πανάγιο εκείνο ναό της Σοφίας του Θεού, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το όχημα των Χερουβείμ και δεύτερο στερέωμα, τον φτιαγμένο λες από το χέρι του Θεού, το αξιόλογο και θαυμάσιο θέαμα, το αγλάισμα όλου του κόσμου, τον ωραιότερο ναό μεταξύ των ωραίων, που πάνω από το άδυτό του και πάνω στο θυσιαστήριο έτρωγαν και έπιναν, και έκαναν τις ασελγείς πράξεις τους και ορέξεις τους επάνω στην αγία τράπεζα, με γυναίκες και παρθένες και παιδιά. Ποιος να μην σε θρηνήσει άγιε ναέ;

Παντού πλημμύριζε το κακό και έχανε κανείς το μυαλό του. Στα σπίτια θρήνοι και κλαυθμοί, οδυρμοί στις τριόδους, ολοφυρμοί στις εκκλησίες, οιμωγές ανδρών, ολολυγμοί γυναικών, τραβήγματα, εξανδραποδισμοί, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεμνοί ατιμάστηκαν, οι πλούσιοι εξευτελίστηκαν, σε πλατείες, σε γωνίες, σε κάθε τόπο, παντού το κακό ξεχείλιζε. Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο και αμόλυντο.

{…) Ο μεγάλος δούκας Λουκάς Νοταράς παρουσιάστηκε μπροστά στον σουλτάνο,
τον προσκύνησε και του έδειξε τον τεράστιο θησαυρό, που είχε κρυμμένο.
Ο σουλτάνος και οι σύμβουλοί του θαύμασαν τους πολύτιμους λίθους, τα μαργαριτάρια
και τα υπόλοιπα πλούτη που άξιζαν σ’ έναν βασιλιά.
Ο Νοταράς είπε στον σουλτάνο:
”Όλα αυτά, τα είχα φυλάξει για την μεγαλειότητά σου και σου τα προσφέρω τώρα σαν δώρο.
Σε ικετεύω να δεχτείς τις παρακλήσεις του ταπεινού δούλου σου”.
Με τα δώρα αυτά είχε την ελπίδα,
ότι θα κέρδιζε την ελευθερία, τόσο του ίδιου, όσο και της οικογενείας του.
Ο σουλτάνος όμως απάντησε:
”Απάνθρωπο σκυλί και πονηρέ μηχανορράφε, είχες τόσα πλούτη και όμως δεν βοήθησες τον αυτοκράτορα και δεσπότη σου,
την πόλη και την πατρίδα σου.
Και τώρα προσπαθείς με δόλο και πονηρίες,
που τις ξέρεις πολύ καλά από μικρός, να ξεγελάσεις και εμένα για να αποφύγεις αυτό που σου αξίζει; {…}
Την άλλη μέρα έδωσε διαταγή να σκοτώσουν μπροστά του, πάνω στον Ξηρό Λόφο,
τους δύο γυιους του,
που κάποτε ο Νοταράς είχε ζητήσει από τον αυτοκράτορα να τους δώσει το αξίωμα
του μεγάλου κοντόσταυλου και του μεγάλου λογοθέτη αντίστοιχα.
Ύστερα διέταξε να θανατώσουν και τον ίδιο, κάτι που έγινε αμέσως…

Μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο ”Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ”, ”Το Χρονικό της Πολιορκίας και της Άλωσης της Πόλης.
Εκδόσεις ”Νέα Σύνορα”, Α. Α. Λιβάνη. Αθήνα 1993.
Μεταγλώττιση του κειμένου του Γ. Φραντζή στην απλή νεοελληνική: Γιώργος Κουσουνέλος.