Ἦταν ἕνα φιλόδοξος, νέος δημοσιογράφος. Μόλις εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπ᾽ τή σχολή δημοσιογραφίας καί κατά τά δικά μας “ἐπιχειρηματικά ἤθη”, δούλευε ἄμισθος καί ὑπό δοκιμή σέ κάποια μεγάλη ἐφημερίδα. Ἦταν παραμονές πρωτοχρονιᾶς καί ἔπρεπε νά κάνη μία ἔρευνα ἀπό πόρτα σέ πόρτα.
—Γειά σας. Λέγομαι Γιάννης… καί κάνουμε μία ἔρευνα σ᾽ αὐτή τή συνοικία…
—Δέν ἐνδιαφέρομαι! Γειά σας!, … δυνατό κλείσιμο τῆς πόρτας καί κλείδωμα.
Ἀρκετές ἑκατοντάδες πόρτες ἦταν κλειστές γιά τήν ἔρευνα τοῦ φίλου μας, ὥσπου δέν ἄντεξε καί στήν τελευταία γυναίκα πού τοῦ ἄνοιξε τῆς εἶπε:
—Πρίν μοῦ κλείσετε κατάμουτρα τήν πόρτα, δέν πουλάω τίποτε, τό μόνο πού θέλω εἶναι νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν κοινότητα.
Ἡ νεαρή γυναίκα πού ἦταν μέσα, ἔκανε μία παύσι γιά λίγο, ὕψωσε τά φρύδια της σηκώνοντας τούς ὤμους της μέ ἀπορία, μπερδεμένη ἀπ᾽ τήν εἰσαγωγή του.
—Βέβαια, Περᾶστε. Μήν δίνετε σημασία στήν ἀκαταστασία. Εἶναι δύσκολο μέ τά παιδιά.
Ἦταν ἕνα παλαιό διαμέρισμα σέ μία ὑποβαθμισμένη γειτονιά ὅπου μποροῦσαν νά βροῦν κατάλυμα αὐτοί πού εἶχαν πενιχρό εἰσόδημα. Μέ τά λίγα πού εἶχαν, τό σπίτι ἔμοιαζε ἄνετο καί φιλόξενο.
—Χρειάζομαι μόνο νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν οἰκογένειά σας. Ἄν καί ἀκούγεται προσωπικό, δέν χρειάζεται νά χρησιμοποιήσω τά ὀνόματά σας. Αὐτές οἱ πληροφορίες θά χρησιμοποιηθοῦν…
Ἡ γυναίκα τόν διέκοψε.
—Θά θέλατε ἕνα καφέ; Φαίνεται ὅτι εἴχατε δύσκολη μέρα.
Μολις ἐπέστρεψε μέ τόν καφέ, ἕνας ἄνδρας ἦρθε στήν ἐξώπορτα. Ἦταν ὁ σύζυγός της.
—Νίκο, ὁ κύριος ἦρθε γιά νά κάνη μία ἔρευνα.
Ὁ δημοσιογράφος σηκώθηκε καί συστήθηκε εὐγενικά. Ὁ Νίκος ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, μέ πρόσωπο τραχύ καί γερασμένο, ἄν καί πρέπη νά ἦταν γύρω στά εἴκοσι μέ εἴκοσι πέντε. Τα χέρια του ἦταν ἄγρια, ὅπως ἐκεῖνα πού γίνονται ἀπ᾽ τή σκληρή δουλειά, ὄχι ἀπ᾽ τά μολύβια. Ἡ γυναίκα ἔγειρε καί τόν φίλησε ἀπαλά στό μαγουλο. Καθώς κοιτοῦσε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μποροῦσες νά διακρίνης τήν ἀγάπη πού τούς ἕνωνε. Χαμογέλασε καί ἀκούμπησε τό κεφάλι της στόν ὦμο του. Ἐκεῖνος ἄγγιξε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια του καί τῆς εἶπε ἀπαλά:
—Σ᾽ ἀγαπῶ.
Ἴσως νά μήν εἶχαν ὑλικό πλοῦτο ἀλλά αὐτοί οἱ δύο ἦταν πιό πλούσιοι ἀπ᾽ τούς περισσότερους πού ὁ φίλος μας εἶχε γνωρίσει. Εἶχαν μία ἀγάπη δυνατή. Τήν ἀγάπη ἐκείνη πού κρατάει τό κεφάλι σου ψηλά, ὅταν τά πράγματα δέν πᾶνε καλά.
—Ὁ Νίκος δουλεύει στό δῆμο, εἶπε αὐτή. Μαζεύει τά σκουπίδια. Ξέρετε, εἶμαι τόσο περήφανη γι᾽ αὐτόν!
—Γλυκιά μου, εἶμαι σίγουρος ὅτι τόν κύριο δέν τόν ἐνδιαφέρει αὐτό, εἶπε ὁ Νίκος.
—Ὄχι, πραγματικά μέ ἐνδιαφέρει, ἀποκρίθηκε ὁ δημοσιογράφος.
—Βλέπετε κύριε, ὁ Νίκος εἶναι ὁ καλύτερος σκουπιδιάρης στό δῆμο! Μπορεῖ νά φορτώση περισσότερα σκουπίδια στό φορτηγό ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο. Μπορεῖ νά βάλη τόσα πολλά στό φορτηγό πού δέν χρειάζεται νά προσπαθήσουν πολλή ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα μέ πολύ πάθος.
—Μακροπρόθεσμα, συνέχισε ὁ Νίκος, κάνω οἰκονομία καί στά χρήματα τοῦ δήμου. Οἱ ἐργατοῶρες εἶναι λιγότερες καί τό κόστος ἀνά φορτηγό λιγότερο.
Ἐπικράτησε ἡσυχία. Ὁ νεαρός δέν ἤξερε τί νά πῆ. Κούνησε τό κεφάλι του, μάταια ἀναζητώντας τίς κατάλληλες λέξεις.
—Εἶναι ἀπίστευτο! Οἱ περισσότεροι θά βαρυγκωμοῦσαν μέ μία δουλειά σάν κι αὐτή. Σίγουρα εἶναι δύσκολη. Ἀλλά ἡ στάσι σας ἀπέναντί της εἶναι ἐκπληκτική!, εἶπε.
Ἡ γυναίκα προχώρησε στό ράφι δίπλα στόν καναπέ. Γυρίζοντας κρατοῦσε στά χέρια της ἕνα μικρό κάδρο καί ἄρχισε πάλι νά μιλᾶ:
—Ὅταν κάναμε τό τρίτο μας παιδί, ὁ Νίκος ἔχασε τή δουλειά του. Ἤμαστε ἄνεργοι γιά κάμποσο καί τελικά μπήκαμε στό ταμεῖο ἀνεργείας. Δέν μποροῦσε νά βρῆ δουλειά πουθενά. Τότε μία μέρα τόν ἔστειλαν σέ μία συνέντευξι ἐδῶ σ᾽ αὐτή τήνν κοινότητα. Τοῦ πρόσφεραν τή δουλειά πού κάνει τώρα. Γύρισε στό σπίτι θλιμμένος καί ντροπιασμένος. Μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν τό καλύτερο πού μποροῦσε νά κάνη. Στήν πραγματικότητα θά τοῦ ἔδιναν λιγότερα ἀπ᾽ ὅ,τι ἔπαιρνε ἀπ᾽ τό ταμεῖο ἀνεργίας.
Σταμάτησε γιά λίγο, πλησίασε τό Νίκο καί εἶπε:
—Πάντα ἤμουν περήφανη γι᾽ αὐτόν καί πάντα θά εἶμαι. Βλεπεις, δέν νομίζω ὅτι ἡ δουλειά κάνει τόν ἄνθρωπο. Πιστεύω ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τή δουλειά!
—Ἔπρεπε νά ζοῦμε στό δῆμο γιά νά πάρω τή δουλειά. Γι᾽ αὐτό νοικιάσαμε αὐτό τό σπίτι, εἶπε ὁ Νίκος.
—Ὅταν μετακομίσαμε, αὐτό τό ἀπόφθεγμα κρεμόταν στόν τοῖχο δίπλα ἀπ᾽ τήν ἐξώπορτα. Αὐτό μᾶς ἔκανε νά δοῦμε τά πράγματα διαφορετικά. Ἤξερα πώς ὁ Νίκος ἔκανε τό σωστό, εἶπε καθώς τοῦ ἔδινε ἕνα κάδρο.
Αὐτό ἔγραψε: Ἄν κάποιος πρόκειται νά γίνη ὁδοκαθαριστής, θά πρέπη νά σκουπίζη τούς δρόμους ὅπως ἀκριβῶς ζωγράφιζε ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος, ἤ ὅπως συνέθετε μουσική ὁ Μπετόβεν, ἤ ὅπως ἔγραφε ποίησι ὁ Σαίξπηρ. Θά πρέπη νά καθαρίζη τούς δρόμους τόσο καλά ὥστε ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς νά σταματήσουν καί νά ποῦν: “Ἐδῶ ἔζησε ἕνας σπουδαῖος ὁδοκαθαριστής πού ἔκανε καλά τή δουλειά του!”. Τόν ἀγαπῶ γι᾽ αὐτό πού εἶναι. Ἀλλά αὐτό πού κάνει τό κάνει μέ τόν καλύτερο τρόπο. Ἀγαπῶ τόν σκουπιδιάρη μου!