Να μην μείνει σπιθαμή δίχως άγγελο, χιλιοστό δίχως χάρη Θεού

Υπήρξε εποχή, αρκετά χρόνια πριν, ότι είχα βγάλει γενάκι, με το σκουφάκι της υπακοής στο κεφάλι, άχαρος δόκιμος, γεμάτος απορίες, κατά την οποία όταν έβρισκα το γέροντα μόνο του, όλο και κάτι ρωτούσα. Μια μέρα, για πολλοστή φορά δοκιμάζοντας την υπομονή του, πήγα με θράσος, έβαλα μετάνοια και ρώτησα: “Γέροντα, γιατί οι παλιοί πατέρες φτιάχναμε μοναστήρια στις ερημιές;” τότε τα φρύδια ενώθηκαν, οι οφθαλμοί γούρλωσαν και δέχθηκα τη λεκτική ταπείνωση ότι θα προτιμούσα να σουλατσάρω μέσα στις πόλεις και να σκορπώ το νου μου στο πλήθος από την ησυχία της προσευχής. Λογισμός δικός μου: “τι ήθελα και ρώτησα;”. Μάλλον όμως σκέφτηκα πολύ δυνατά και ο γέροντας σαν να άκουσε την σιωπηλή απάντηση συνέχισε: “για να βάλω όμως κι εγώ τον καλό λογισμό ότι ίσως ρωτάς από αγωνία σωτηρίας, μάθε πως όταν οι άνθρωποι τελούσαν τις λειτουργίες τους στα βάθη των κατακομβών εξόρισαν τους δαίμονες από τα υποχθόνια, όταν έχτισαν τους ναούς επί της γης, έδιωξαν τους δαίμονες από τις πόλεις και τώρα στις ερημιές κυνηγούμε το τελευταίο τους καταφύγιο”. Τι ήθελε να μου το πει;! Νόμιζα ότι αν χάνομαι στο δάσος και προσεύχομαι κάτι επιτυγχάνω από το έργο της Εκκλησίας. Ίσως αυτό το κουσούρι κουβαλώ ακόμα στο υποσυνείδητο. Γι’ αυτό, λειτουργούμε στα δάση, βαπτίζουμε στις θάλασσες και προσευχόμαστε στις λάσπες. Μη και μείνει σπιθαμή δίχως άγγελο, χιλιοστό δίχως χάρη Θεού.

Ιεραποστολή στην Επισκοπή Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης

πηγή