“Ὁ πιό μεγάλος ἀπό ὅλους τούς Ψαλμούς εἶναι ὁ ἑκατοστός δέκατος ὄγδοος. Ψαλμός ἀφιερωμένος στόν Νόμο τοῦ Κυρίου. Ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος Π. Τρεμπέλας, «ἀποτελεῖ ἐγκώμιον τοῦ θείου νόμου καί ἀπό τοῦ πρώτου μέχρι τοῦ τελευταίου του στίχου διά ποικιλίας ἐκφράσεων καί εἰκόνων καταδεικνύει πόσον πολύτιμος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποίων ὠφελειῶν πρόξενος εἶναι εἰς τόν ἄνθρωπον καί μετά ποίας εὐλαβείας πρέπει οὗτος νά τηρῆ αὐτόν».
Ἔχει 176 στίχους καί χωρίζεται σέ 22 στροφές, ὅσα καί τά γράμματα τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου. Γι’ αὐτό καί εἶχε ὀνομασθῆ ἀπό τούς Ραββίνους «Μέγα Ἀλφάβητον». Ὅσες δέ εἶναι οἱ στροφές του, τόσες φορές ἀναφέρεται καί τό ὄνομα Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ὁ ἐμπνευστής τοῦ Νόμου, ἀλλά καί τοῦ Ψαλμῳδοῦ πού ἀνυμνεῖ ἐδῶ τόν Νόμο.
Ὁ Ψαλμός αὐτός ἐπίσης εἶναι γνωστός καί μέ τήν ὀνομασία «Ἄμωμος» ἀπό τίς πρῶτες λέξεις του, καί πολλοί στίχοι του ἀκούονται στί Κηδεῖες καί κάποτε καί στά Μνημόσυνα.
Καθώς τόν ἀκοῦμε στήν ἐκκλησία, ἤ τόν μελετοῦμε μόνοι μας, πλημμυρίζει ἡ καρδιά μας ἀπό θαυμασμό γιά τόν ἐμπνευσμένο Ψαλμῳδό, πού συνέθεσε ἕνα τέτοιο ποίημα, καλλιτέχνημα πραγματικό, ἀντάξιο θά μπορούσαμε νά ποῦμε τῆς μοναδικῆς ἀξίας τοῦ θείου Νόμου.
Καί νοιώθουμε πραγματικά δυσκολία στό νά ξεχωρίσουμε ἕνα ἀπό τά 176 αὐτά πολύτιμα πετράδια καί νά τό παρατηρήσουμε καλύτερα. Γιατί ὅλα τους λαμπυρίζουν μέ τήν ἴδια θεϊκή λάμψι καί καθένα ξεχωριστά μᾶς προσκαλεῖ νά τό προσέξουμε.
Στρεφόμαστε λοιπόν γι’ αὐτή τήν φορά πρός τόν ἑνδέκατο στίχο καί ἀναφωνοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν Ψαλμῳδό πρός τόν Κύριο: «Ἐν τῇ καρδία μου ἔκρυψα τά λόγια σου, ὅπως ἄν μή ἁμάρτω σοι». Μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κύριε, ἔκρυψα τά λόγια Σου, γιά νά μπορῶ μέ τήν βοήθειά τους νά ἀποφεύγω τήν ἁμαρτία.
Στά λόγια αὐτά φαίνεται ὁλοκάθαρα τό πῶς ἔβλεπε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ ὁ Ψαλμῳδός καί τί βοήθεια καί δύναμι ἔπαιρνε ἀπό Ἐκεῖνον.
Τόν ἔκρυβε στά ἐσώτατα βάθη τῆς ὑπάρξεώς του, μέσα στά φυλλοκάρδια του, γιατί τόν θεωροῦσε σάν πολύτιμο θησαυρό, σάν κειμήλιο μεγάλης ἀξίας καί σημασίας καί δέν ἤθελε νά τοῦ τόν κλέψη κανείς.
Τό λέει μάλιστα καί σ’ ἄλλους στίχους τοῦ ἴδιου Ψαλμοῦ, ὅτι γι’ αὐτόν ὁ θεῖος Νόμος ἄξιζε περισσότερο ἀπό «χιλιάδας χρυσίου καί ἀργυρίου» (72) καί τόν θεωροῦσε σάν «κληρονομιά» (117) καί τόν ἀγαποῦσε «ὑπέρ χρυσίον καί τοπάζιον» (127). Καί γέμιζε ἀγαλλίασι ἡ καρδιά του καί χαιρόταν μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτός πού «εὑρίσκει σκύλα (δηλαδή λάφυρα) πολλά» (162).”
“Ἔκρυβε δέ μέσα στήν καρδιά του τά λόγια του Θεοῦ, «ἵνα μή ἁμάρτῃ», ὅπως λέει. Γιά νά μή ἁμαρτάνη. Τόν ἔκρυβε, γιατί, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἐάν κάποιος δέν ἀσφαλίση σάν ἄλλο θησαυρό μέσα στήν καρδιά του «τάς τοῦ Θεοῦ ἐντολάς, ἔρχεται ὁ κακοῦργος καί ἁρπάζει αὐτάς» (Ἐξήγ. εἰς ριη’ Ψαλμ.). Ἔρχεται ὁ μισάνθρωπος Διάβολος, πού βλέπει σέ κάθε ἄνθρωπο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καί ὁρμᾶ μέ λύσσα νά τήν ξεσχίση, καί κλέβει τά θεῖα λόγια. Αὐτό δέν ἐννοοῦσε ἄλλως τε καί ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ σπορέως, ὅταν εἶπε ὅτι ἕνα τμῆμα τοῦ σπόρου, πού πέφτει στό ξερό ἔδαφος, τό τρῶνε «τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ»; (Λουκ. η’ 5).
Τό ἤξερε αὐτό ὁ θεοφώτιστος Ψαλμῳδός, γι’ αὐτό καί φύλαγε καλά μέσα στήν καρδιά του τά θεῖα προστάγματα. Καί ἦταν τά λόγια αὐτά τοῦ Θεοῦ τό καλύτερο μέσο γιά τήν ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας. Γιατί, ὅπως γράφει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «αἱ ἐντολαί τοῦ Κυρίου δέν ἀφήνουν νά ἁμαρτάνη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅπου τάς ἔχει εἰς τήν καρδίαν του καί τάς ἐνθυμεῖται» (Ἑρμ. εἰς ριη’ Ψαλμ.).
Τά λόγια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι λόγια συνηθισμένα. Δέν εἶναι σάν τά δικά μας τά ἀνθρώπινα λόγια, πού, ὅσο περίτεχνα καί ὡραῖα καί ἄν εἶναι, δέν μποροῦν νά χαρίσουν οὐσιαστική δύναμι στόν ἄνθρωπο. Εἶναι λόγια οὐράνια, πού ἔχουν ἁγιαστική χάρι καί δύναμι καί μποροῦν νά συγκλονίσουν τήν ὕπαρξί μας καί νά μᾶς παρακινήσουν στό ἀγαθό. Ἄν θυμούμαστε τί λέει καί τί ζητεῖ σέ κάθε περίστασι ὁ Θεός μέ τόν Νόμο Του, μποροῦμε νά ἀποφεύγουμε τούς πειρασμούς τῆς ἁμαρτίας. Μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ ἐξ ἄλλου νίκησε τόν Διάβολο καί ὁ Θεάνθρωπος ἐκεῖ στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, ὅταν μέ πανουργία καί ὑπουλότητα ἐκεῖνος τόν ἐπείραξε. Χρησιμοποίησε σάν ἄλλη ρομφαία τά λόγια τοῦ Κυρίου καί χτύπησε τόν Πονηρό, πού ἔφυγε νικημένος κι ἐντροπιασμένος (Ματθ. δ’ 1-11).
Ὅλα αὐτά, ἀδελφοί μου, ἔχουν νά ποῦν σέ μᾶς σήμερα πώς ἄν ἕνας ἄνθρωπος τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς, ὅπως ἦταν ὁ Ψαλμῳδός, ἀγαποῦσε τόσο πολύ τόν θεῖο Νόμο καί ἐγνώριζε διδαγμένος καί ἀπό τήν πεῖρα του πόση βοήθεια ἔπαιρνε ἀπό αὐτόν στόν ἀγῶνα του κατά τῆς ἁμαρτίας, πολύ περισσότερο πρέπει νά ἰσχύση αὐτό γιά μᾶς. Γιατί ἐμεῖς τώρα δέν ἔχουμε στήν διάθεσί μας ἕνα μόνο τμῆμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὁ Ψαλμῳδός, ἀλλά ὅλη τήν Παλαιά καί ὅλη τήν Καινή Διαθήκη. Ἔχουμε ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, τήν πλήρη Ἀποκάλυψι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Ἔχουμε τόν τέλειο Νόμο, πού ἔφερε στήν γῆ ὁ Θεάνθρωπος καί τόν φυλάσσει καί τόν ἑρμηνεύει ἡ ἁγία Ἐκκλησία Του. Μᾶς ἔδωσε δηλαδή πολύ περισσότερα ὁ Κύριος, ἀπό ὅσα εἶχε δώσει στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Ψαλμῳδοῦ. Γι’ αὐτό ὅμως καί θά μᾶς ζητήση καί περισσότερα. Θά μᾶς ζητήση ὁπωσδήποτε νά εἴμαστε τουλάχιστον ὅπως οἱ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄν ὄχι καί καλύτεροι.
Καί εἶναι πράγματι δυνατόν νά γίνη αὐτό. Ἔγινε ἄλλως τε καί πραγματοποιήθηκε στήν ζωή τῶν ἑκατομμυρίων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, πού μέ ὁδηγό καί βοηθό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ νίκησαν τόν Πονηρό, ἀπέφυγαν τίς ἁμαρτίες καί κατέκτησαν τήν ἁγιότητα.
Καιρός λοιπόν νά νοιώσουμε κι ἐμεῖς τί σημαίνει λόγος Θεοῦ καί τί δύναμι χαρίζει στήν ψυχή μας γιά νά κερδίζη τόν ἀόρατο πόλεμο πού διεξάγει. Ἔτσι θά μποροῦμε νά ψάλλουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν μακάριο Ψαλμῳδό: «Ἴδε ὅτι τάς ἐντολάς σου ἠγάπησα, Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου ζῆσον με» (στιχ. 159). ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ» τόμος 1987 σ. 27)/
https://www.osotir.org/2010/07/15/118-11-6/