Ένας Τούρκος από το χωριό Τελέληδες είχε μολύνει το Αγίασμα του Αγίου Χρυσοστόμου, και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, για να τον παιδαγωγήσει, τον τιμώρησε και γύρισε το πρόσωπο του πίσω στις πλάτες του. Τον έφεραν και αυτόν στον Χατζεφεντή, για να τον διαβάσει να γίνει καλά. Ο Πατήρ όμως τον κράτησε μια εβδομάδα, χωρίς να τον διαβάσει.
Ο Ψάλτης του, που έβλεπε να κρατεί τον Τούρκο μια εβδομάδα, παραξενεύθηκε και είπε στον Πατέρα Αρσένιο:
– Να ΄χω την ευχή σου, τι τον κρατάς μια εβδομάδα αυτόν τον Τούρκο, ενώ άλλους αρρώστους πιο βαριά τους διαβάζεις και γίνονται αμέσως καλά;
– Τον κρατώ για να κάνη κανόνα, γιατί αυτός έχει χοντρό κεφάλι και δεν τό’χει σε τίποτε, μόλις τον κάνω καλά, να πάη αμέσως να ξαναβουτήξη το κασσιδιάρικο του κεφάλι στον Αγιασμό.
Όταν τελείωσε η εβδομάδα, τότε τον διάβασε και επανήλθε το πρόσωπο του στην θέση του και του έκανε παρατήρηση του Τούρκου:
– Άλλη φορά, όταν βλέπης τα βακούφια των Χριστιανών, να τα προσκυνάς από μακριά και να παίρνης δρόμο. Άλλη φορά, διηγήθηκαν οι ίδιοι, στην μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου, είχαν καθίσει οι πανηγυριώτες μετά την Θεία Λειτουργία έξω από τον Ναό και έτρωγαν. Εκεί στον Άγιο Χρυσόστομο ήταν ένα Αγίασμα το οποίο έβγαινε άφθονο από μια τρύπα ενός βράχου και έπεφτε σαν καταρράκτης από ψηλά κάτω στον Ζεμαντή ποταμό. Άλλοτε πάλι τραβιόταν πίσω τελείως και χανόταν.
Ενώ λοιπόν έτρωγαν οι άνθρωποι, σηκώθηκε μια γυναίκα να πάρη λίγο νερό. Εκείνη την στιγμή το νερό τραβιόταν πίσω, και η γυναίκα έτρεξε στον Χατζεφεντή και του το είπε. Ο Χατζεφεντής πήρε το Ευαγγέλιο και πήγε στην τρύπα του βράχου, γονάτισε και διάβασε λίγο, και το νερό ήρθε αμέσως.
Αυτό συνέβαινε πολλές φορές· τραβιόταν το νερό και ερχόταν πάλι, μετά από αρκετό διάστημα. Ο Αναστάσιος Λεβίδης λέγει ότι ήταν το φυσικό φαινόμενο παλίρροια και άμπωτις. Ο δούλος όμως του Θεού Χατζεφεντής παρακαλούσε το Αφεντικό του, τον Θεό, και του έφερνε, όποτε ήθελε, χωρίς να περιμένη. Ο Ανέστης Καραούσογλου διηγήθηκε ότι, όταν έγινε η σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους, είχαν έρθει στα Φάρασα γύρω στα τριακόσια άτομα, με σκοπό να λεηλατήσουν και να σφάξουν. Ο Χατζεφεντής μάζεψε τα γυναικόπαιδα και πήγε στην Παναγία (στο Κάντσι) και έκανε προσευχή, και οι άγριοι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να μπουν στο χωριό, διότι δεν τους άφησε ο Άγιος Χρυσόστομος.
Παρουσιάσθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επάνω στην γέφυρα που έπρεπε να περάσουν και τέντωσε τα χέρια του και τους εμπόδισε. (Πάνω από την χαράδρα του ποταμού υπήρχε Εκκλησάκι του Αγίου). Οι Τούρκοι τρόμαξαν και έφυγαν, όταν είδαν τον Άγιο να τους διώχνη, χωρίς να αφήση να περάσουν την γέφυρα του Ζεμαντή ποταμού.
Ο Καπετάνιος της συμμορίας, όταν είδε τον Άγιο να τους εμποδίζη, είπε: «Πάμε να φύγουμε γρήγορα, γιατί ο Άγιος Χρυσόστομος δεν μας αφήνει να περάσουμε».
Ο Γαβριήλ Κορτσινόγλου – ο δεύτερος Αναγνώστης του Πατρός Αρσενίου – είχε διηγηθή το εξής: «Είχαμε πάει μια φορά στον Άγιο Χρυσόστομο με τον Χατζεφεντή και με τον θείο μου Πρόδρομο για Θεία Λειτουργία. Ενώ ο Χατζηφεντής ετοιμαζόταν (φορούσε τα Ιερά του), εγώ πήγα στο Αγίασμα να πάρω νερό για την Θεία Λειτουργία.
Μόλις έφθασα στο Αγίασμα, εκείνη την στιγμή το νερό τραβιόταν μέσα, και έτρεξα στον Χατζεφεντή, ο οποίος ήρθε αμέσως με την φυλλάδα στην μασχάλη του, ενώ με τα χέρια τύλιγε τα κορδόνια από τα επιμάνικα στον δρόμο που περπατούσε. Μόλις διάβασε στο μάτι το βράχου, το νερό άρχισε να βροντάη και να έρχεται. Γέμισα μετά και πήγαμε για την Θεία Λειτουργία».