Ο άνθρωπος στις κακές του πράξεις ζητά πάντα του να ‘χει και συνένοχο
Ευγενίου Βούλγαρη: «ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ ΦΙΛΟΘΕΟΣ» (Απόδοση: Θ. Σπεράντσα)
Δεν ξέρω γιατί πάντα σχεδόν ο άνθρωπος θέλει να ‘χει στις κακές του πράξεις και κάποιον άλλον σύντροφο και συνένοχο; Και μόνο σ’ εκείνες τις ενέργειες που η συμμετοχή κι ενός τρίτου κάνει τον άλλο ή να στερηθεί αυτό που λαχταρά ή και να το χαρεί λιγότερο και πιο περιορισμένα είτε και γιατί κάθε συνεργασία είναι αδύνατη ή έχει σαν άμεση συνέπειά της να λιγοστέψει το δικό του κέρδος, σ’ αυτές μονάχα επιδιώκει ο άνθρωπος να ‘ναι μόνος του.
Ο φιλάργυρος θέλει ο άλλος να ‘ναι ανοιχτοχέρης. Ο ακατάδεκτος θέλει τον άλλο ταπεινό. Κι αυτός που αγαπά σαν τρελός, θέλει να ‘ναι συγκρατημένοι και φρόνιμοι οι άλλοι. Και ζηλεύει και τον στενότερό του ακόμα φίλο.
Εκείνα όμως τα πάθη που η συμμετοχή κι ενός τρίτου ούτε καταστρέφει ούτε και μειώνει την δική του απόλαυση, ο άνθρωπος θέλει να ‘χει κι έναν τρίτο συμμέτοχο και συνυπεύθυνο στα λάθη του και στις παραλείψεις του και αισθάνεται χαρά, όταν βλέπει πως τον μιμείται και πως τον ακολουθεί.
Γιατί τάχα; Ίσως γιατί νομίζει πως η ζημιά του γίνεται μικρότερη, όταν βλάπτεται μαζί του κι ένας άλλος; Ή επειδή πιστεύει πως γίνεται λιγότερο φταίχτης, αν πέσει μαζί του στο ίδιο λάθος κι ένας άλλος; Γι’ αυτό λοιπόν και τον σέρνει στον ίδιο γκρεμνό, γιατί νομίζει πως έτσι γίνεται το πέσιμό του ελαφρότερο! Ή γιατί πιστεύει πως ξεσκεπάζοντας κάποιον άλλον, κρύβει τις δικές του πομπές; Ή μήπως γιατί προσδοκά πως θα καταπραΰνει κάπως την οργή του Θεού, αν του παρουσιάσει κι άλλον συνένοχο;
Αν κάνει τέτοιους λογαριασμούς, λαθεύει και γελιέται πέρα ως πέρα. Γιατί και η βλάβη του θα ‘ναι μεγαλύτερη και βαρύτερο το πταίσμα του και βαρύτερος ο γκρεμνός του και μεγαλύτερη η ντροπή του. Και η ενοχή του ακόμη πιο αξιοκατάκριτη και περισσότερο υπεύθυνη. Το απέδειξε αυτό η προμητόρισσά μας, όταν «άπλωσε το χέρι της και έφαγε από τον καρπό και ύστερα έδωσε και στον άνδρα της, που ήτανε κοντά της κι έφαγαν και οι δυο τους» (Γεν. γ,6).
Εφάγανε κι οι δυο. Κι όμως η αμαρτία της γυναίκας επιάστηκε για βαρύτερη. Γι’ αυτόν τον λόγο, έπειτα από το φίδι, πρώτη η γυναίκα επιτιμήθηκε και σε τιμωρία αυστηρότερη υποβλήθηκε (Γεν. γ,16). Και ο Απόστολος, συγκρίνοντας το λάθος του Αδάμ μ’ εκείνο της Εύας, το θεωρεί ελαφρότερο’ «ο Αδάμ δεν ξεγελάστηκε» (Τιμ. β,14). Και ο Σεβηριανός κατά τον εξής τρόπο εξηγεί το πράγμα’ «Η επιθυμία να γίνει ίση με τον Θεό ξεγέλασε την γυναίκα. Εκείνη όμως τον άνδρα της δεν τον ξεγέλασε, αλλά τον έπεισε και το μαρτυρεί ο θείος Παύλος, που λέει’ «ο Αδάμ δεν εξαπατήθηκε».
Γιατί λοιπόν καταδικάστηκε; Να, πού βρίσκεται το φοβερό της παράπτωμα. Η γυναίκα έφαγε, αφού ξεγελάστηκε κι έπειτα, για να μην κατακριθεί μονάχη της, έπεισε και τον άνδρα της να φάει. Δεν τον εξαπάτησε λοιπόν, αλλά τον έπεισε.
Αντιγραφή – Επιμέλεια:
Σάββας Ηλιάδης
Κιλκίς, 25-4-2025
πηγή