Χρόνια κράτησε ὁ διωγμός τῶν χριστιανῶν. Ποτάμια χύθηκε τό τίμιο αἷμα τῶν Μαρτύρων. Κι ἦρθε κάποια στιγμή πού ἡ εἰδωλολατρική μανία τοῦ αὐτοκράτορα κορέστηκε, ἀφοῦ εἶχε πιά τελειωθεῖ μαρτυρικά καί ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπός της Ἀλεξάνδρειας, ὁ Πέτρος.
— Δέν μέ ἔκρινε ἄξιο ὁ Κύριος νά μαρτυρήσω γιά τήν πίστη, δίπλα στούς ἀδελφούς μου, σκεπτόταν ὁ Ἀντώνιος. Θά πορευτῶ λοιπόν στή βαθιά ἔρημο γιά νά δώσω τήν τελική μάχη μέ τόν πονηρό μονολόγησε ἀποφασιστικά καί κάτι σάν κρυμμένη ὑπερηφάνεια πῆγε νά σκιάσει τῆς ἀπόφασης τοῦ τούτης τή χάρη. Σάν νά ’νιωσε κείνη τήν ὥρα ὁ ἀσκητής πώς ξεχωρίζει ὁ ἐρημίτης ἀπό τούς πολλούς σάν νά ἦταν ἡ παλαίστρα τῆς ἐρήμου ἀνώτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς.
Τόν πείραξε τοῦτος ὁ λογισμός, σάν ἀγκαθιῶν κάρφωμα βαθύ κι ὅρμησε τούτη ἡ σκέψη νά τοῦ πνίξει ὅλα τά λουλούδια πού ἡ μαρτυρική του προαίρεση εἶχε συλλέξει ὅλα τά χρόνια τοῦ διωγμοῦ. Ἔμπειρος ὅμως πιά ἀγωνιστής γρήγορα κατανόησε πώς εἶχε πάλι νά κάνει μέ παγίδα τοῦ ἀντίδικου. Γι’ αὐτό ἔπεσε σέ βαθιά προσευχή.
— Κύριε, φανέρωσέ μου, ἄν μέσα στήν πόλη μέ τούς θορύβους της μπορεῖ νά φτάσει ὁ πιστός τά μέτρα τά πνευματικά πού κατακτάει στή βαθιά ἔρημο ὁ ἀσκητής…
Δέν εἶχε ἀκόμα ἀποτελειώσει τοῦτο τό αἴτημα στόν Πανάγαθο καί φωνή ἀκούστηκε νά τοῦ λέει:
— Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, Ἀντώνιε. Κι ἄν θέλεις νά βεβαιωθεῖς, πώς ἄν κανείς κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σῴζεται καί ἁγιάζεται ὅπου καί νά ’ναι, πέρασε, καθώς φεύγεις ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπό τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, πού εἶναι ἄσημο καί φτωχικό. Εἶναι ἐκεῖ κάτω στό τελευταῖο τῆς πόλης παραδρόμι.
— Στό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, Κύριε; Καί ποιός μπορεῖ ἐκεῖ νά μέ βοηθήσει, νά ρίξει φῶς στό λογισμό; ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ Ἀντώνιος.
— Θά σοῦ ἐξηγήσει ὁ μπαλωματής, ξανάκουσε τήν ἴδια φωνή.
— Ὁ μπαλωματής; Τί ξέρει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἀγῶνες καί πειρασμούς; Τί γνώρισε ὁ πτωχός βιοπαλαιστής, ἀπό τῆς πίστης τίς κορυφές κι ἀπ τήν ἀλήθεια; ἀναρωτήθηκε.
Ἀντίρρηση ὅμως δέν μπόρεσε νά ὀρθώσει στή θεία ὑπόδειξη. Γι’ αὐτό μόλις ξημέρωσε πῆρε τό δρόμο πού ἔβγαζε ἀπό τήν πόλη. Ὅπως τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Θεός, στάθηκε, καθώς συνάντησε τό τελευταῖο παραδρόμι, καί βρῆκε τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ.
Χαρούμενα καί σεβαστικά ὁ ἁπλός ἄνθρωπος τόν ὑποδέχτηκε καί τόν ρώτησε:
— Σέ τί μπορῶ νά σοῦ φανῶ χρήσιμος, Ἀββᾶ; Ἀγράμματος κι ἄξεστος χωρικός εἶμαι, μά γιά τόν ξένο, ὅποιος καί ’ναι, ὁ ντόπιος χρήσιμος πάντα θά βρεθῆ.
— Ὁ Κύριος μέ ἔχει στείλει νά μέ διδάξεις, εἶπε ταπεινά ὁ Ἀσκητής.
Πετάχτηκε ἐπάνω ἀπορημένος ὁ φτωχός βιοπαλαιστής.
— Ἐγώ; Τί μπορῶ ἐγώ ὁ ἀγράμματος νά διδάξω τήν ἁγιοσύνη σου; Δέν ξέρω νά ’χω κάνει στή ζωή μου τίποτα τό καλό καί τό ἀξιόλογο, κάτι πού νά μπορεῖ νά σταθεῖ ἀψεγάδιαστο, μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
— Πές μου τί κάνεις, πῶς περνᾷς τήν ἡμέρα σου; Ξέρει ὁ Θεός, μέ ἄλλο μέτρο Ἐκεῖνος ζυγίζει καί κρίνει τά πράγματα, ἐπέμενε ὁ Ἀντώνιος.
— Ἐγώ, Ἀββᾶ, ποτέ δέν ἔκανα ποτέ τίποτα τό καλό, μονάχα πού ἀγωνίζομαι σύμφωνα μέ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Κι ἀκόμα προσπαθῶ ποτέ νά μήν ξεχνῶ καί νά μήν παραβλέπω τίς ἐλλείψεις καί τήν πνευματική ἀκαρπία μου. Καθώς λοιπόν δουλεύω ὁλημερίς σκέπτομαι καί λέω στόν ἑαυτό μου: Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ὅλοι θά σωθοῦν καί μόνο ἐσύ ἄκαρπος μένεις. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας σου, τό Ἅγιο Πρόσωπο Του ποτέ δέν θά ἀξιωθεῖς νά δεῖς.
— Σ’ εὐχαριστῶ Κύριε, εἶπε ὑψώνοντας τά δακρυσμένα μάτια του πρός τόν οὐρανό ὁ Ἀσκητής. Κι ἐνῷ ὁ μπαλωματής στεκόταν ἀπορημένος γιά τοῦτο τό φέρσιμο, ὁ Ἀσκητής τόν ἀγκαλίασε στοργικά καί τόν ἀποχαιρέτησε λέγοντας:
— Σ’ εὐχαριστῶ καί σένα, ἅγιε ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μέ δίδαξες πῶς τόσο εὔκολα, μονάχα μέ τόν ταπεινό λογισμό, μπορεῖ ὁ καθένας νά ζεῖ στή Χάρη τοῦ Παραδείσου.
Κι ἐνῷ ὁ φτωχός μπαλωματής συνέχιζε νά κοιτάζει ἀμήχανα, χωρίς τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά νά καταλαβαίνει, ὁ Ἀντώνιος πῆρε τό ραβδί κι ὠφελημένος τράβηξε τό μονοπάτι πού ὁδηγοῦσε στή βαθιά ἔρημο.
Βάδιζε μέ μόνη συντροφιά τοῦ ραβδιοῦ του τό χτύπημα. Βάδιζε κι ἡ προσευχή του καυτή σάν τῆς ἔρημης γῆς τή λάβα ὑψωνόταν ὁλόισια στόν οὐρανό.
Πορευόταν ὁλημερίς καί προσευχητικά ἀναλογιζόταν τό μάθημα πού εἶχε πάρει ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀπό τό φτωχό μπαλωματή.
— Ἡ ταπεινοφροσύνη! Αὐτό λοιπόν εἶναι τό γρήγορο στρατί γιά τοῦ Παράδεισου τήν πόρτα, ἔλεγε μέ τό λογισμό. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ στολή πού ντύθηκε ὁ Θεός κι ἦρθε στή γῆ σάν ἄνθρωπος, μονολογοῦσε ὁ Ἀντώνιος κι ἀγωνιζόταν νά συλλάβει τό μεγαλεῖο τούτης τῆς ἅγιας ἀρετῆς.
Βάδιζε, προσευχόταν καί στό νοῦ του ἔφερνε ὅσα τόν εἶχε διδάξει ὁ Θεός, ὥσπου ἔξαφνα μπροστά του ἀντίκρισε ριγμένο καταγῆς πλῆθος ἀναρίθμητο ἀπό πρωτόγνωρες παγίδες. Παγίδες κάθε εἴδους, ἐπινοήσεις φοβερές, πανούργου νοῦ πρωτότυπα ἐφευρήματα.
— Θεέ μου, ἀναφώνησε κι ἔστρεψε τρομαγμένο τό βλέμμα καί τή ψυχή του στόν οὐρανό. Ποιός θά μποροῦσε, Κύριε, νά ξεφύγει ποτέ, ἀπό τέτοια ἐφευρήματα καί πανουργίες;
Ἡ ταπεινοφροσύνη, Ἀντώνιε. Αὐτή μπορεῖ μέ μιᾶς ὅλες αὐτές νά τίς διαλύσει, ἀκούστηκε πάλι ἡ γλυκιά, ἡ γνώριμη φωνή βαθιά μέσ’ τήν καρδιά του. Κι ἦταν αὐτή ἡ ἀπάντηση πού ἔχυσε μέσα του φῶς καί πού τοῦ ’δῶσε κουράγιο γιά τίς καινούργιες μάχες, πού ἔμελλε βαθιά στήν ἔρημο νά δώσει, μέ τοῦ ἀνθρώπου τόν προαιώνιο ἐχθρό.
Ἀπό τό βιβλίο
«Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου»