Ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗ Ν. ΣΚΗΤΗ

Ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗ Ν. ΣΚΗΤΗ

Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της Σκήτης αυτής, στην Εύβοια ήταν Επίσκοπος με το όνομα Θεοφάνης. Στην επαρχία του ήταν Μνας πτωχός, ό όποιος, είχε στην κατοχή του από κληρονομιά ένα μικρό καζανάκι, πού το λέγανε «μπαγκράτσι». Αυτό φαίνεται να είχε μεγάλη αρχαιολογική αξία. Το είδε ένας συμπατριώτης του πλούσιος, του άρεσε και θέλησε οπωσδήποτε να το αγοράσει και επειδή δε μπόρεσε με το καλό, με τις κολακείες να το αγοράσει, διότι ό πτωχός δεν ήξερε αν το δοχείο αυτό έχει αρχαιολογική αξία, άλλα επειδή ήταν κληρονομιά της οικογένειας του δεν το πωλούσε με κανένα τρόπο. Τότε ό πλούσιος χρησιμοποίησε βία και κατακράτησε του πτωχού το κληρονομικό κειμήλιο.


Μετά καιρόν ό πλούσιος πέθανε σε νεαρή ηλικία, οί συγγενείς του, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας, μετά τριετία κάμανε την ανακομιδή, και το σώμα του πλούσιου, βρέθηκε αδιάλυτο. Έγινε δεύτερη και τρίτη ανακομιδή, κατά τα ορισμένα χρονικά διαστήματα, ανά τριετία, αλλά και πάλι το σώμα του νεκρού βρέθηκε τυμπανιαίο και αδιάλυτο. Τότε οί συγγενείς του κάλεσαν, το Δεσπότη να γονατίσει στον τάφο, και να διαβάσει συγχωρετική ευχή στο σώμα του νεκρού. Άλλα το αποτέλεσμα ήταν να μείνει και πάλι το σώμα αδιάλυτο.


Κατόπιν αυτού, ό Δεσπότης Θεοφάνης, συνεβούλευσε τους συγγενείς του πλούσιου, να στήσουν το τυμπανιαίο σώμα του νεκρού σε δημόσιο χώρο, όπου διερχόμενοι όλοι οί κάτοικοι του χωρίου ένας, ένας, να συγχωρούν το νεκρό κι έτσι, ό Πανάγαθος Θεός, ίσως συγχωρέσει την ψυχή του πλούσιου και διαλυθεί το σώμα του.


Εκ παραλλήλου όμως, ό Αρχιερέας, τοποθέτησε εκεί κοντά άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, να παρατηρεί τι θα λένε οι συμπολίτες στον πεθαμένο σαν θα περνάνε από μπροστά του.
Όλοι περνούσαν από μπροστά, του άλιωτου σώματος, έλεγαν από μια ευχή να τον συγχωρέσει ό Θεός, κι έφευγαν. Με τη σειρά του πήγε κι ό φτωχός του οποίου είχε κατακρατήσει, με τη βία, το πολύτιμο γι’ αυτόν «καζανάκι», ό φτωχός σαν πλησίασε το σώμα του νεκρού, έφτυσε και ό άνθρωπος του Δεσπότη τον άκουσε να λέει: «Έτσι ντε, καλά να πάθεις να μείνεις εκεί άλιωτος μαζί με το μπαγκράτσι πού μου πήρες, για πάντα να είσαι τούμπανο αφού σου άρεσε έτσι να είσαι και να μου πάρεις αυτό που βρήκα από τη μάνα που με γέννησε».


Ό άνθρωπος πού άκουσε αυτά, αμέσως τα μετέφερε στον Αρχιερέα Θεοφάνη. Εκείνος με τη σειρά του κάλεσε κοντά του το φτωχό, πού είπε τα λόγια εκείνα στο άλιωτο σώμα, και τον ρώτησε: «τι σήμαιναν αυτά πού είπε στον άλιωτο πλούσιο;» Και αφού έμαθε την αιτία, αμέσως κάλεσε τους συγγενείς του πλούσιου, τους ρώτησε αν, στο σπίτι του δεδομένου αφορισμένου, υπάρχει κανένα αρχαίο και πολύτιμο «καζανάκι», κι όταν άπ’ αυτούς έμαθε πώς τούτο αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος συγγενή τους. Ό Επίσκοπος εξήγησε τότε, ότι αυτό ανήκει στο δείνα φτωχό και πρέπει να επιστραφεί το συντομότερο, το άδικα κρατούμενο ξένο πράγμα στον ιδιοκτήτη του και έτσι θα τον συγχωρέσει ό Θεός, αυτόν πού έκαμε την αδικία.
Οι συγγενείς συμμορφώθηκαν με την εντολή του Επίσκοπου, ό όποιος πήρε το «καζανάκι», με τρόπο το έβαλε στα χέρια του πλούσιου και είπε στο δικαιούχο πτωχό να πλησιάσει το σώμα του νεκρού, να παραλάβει το «μπαγκράτσι» του και να συγχωρέσει από την καρδιά του, το νεκρό σώμα, για την άδικη πράξη, πού εις βάρος του διέπραξε.


Όταν έγινε αυτό μπροστά στα μάτια όλων των συγχωριανών του, το αδιάλυτο μέχρι κείνη τη στιγμή σώμα, πού από πολλά χρόνια ήταν στην κατάσταση αυτή, διαλύθηκε και έγινε σκόνη. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι και δόξασαν μ’ ένα στόμα το όνομα του Πανάγαθου και δικαιοκρίτη Θεού.


Ό Επίσκοπος Θεοφάνης, μετά από το θαύμα αυτό απαρνήθηκε πάντα τα γήινα και εγκόσμια αγαθά, έφυγε από την Εύβοια και ήρθε στο Αγιον Όρος, αφού γύρισε πολλά Μοναστήρια και Ιερά προσκυνήματα, τελικά κοινοβίασε σαν ένας απλός ιδιώτης σε έναν αγράμματο και σκληρό Γέροντα Κύριλλο στην Καλύβα της «Ζωοδόχου Πηγής» στη Νέα Σκήτη.


Στην υπακοή του γέροντα αυτού έμεινε περίπου δυο χρόνια. στο δεύτερο χρόνο, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ήρθε στην παραλία της Σκήτης αυτής ένα καΐκι από την Εύβοια, με τυρί, αυγά και διάφορα άλλα τρόφιμα. Οι Πατέρες της Σκήτης κατέβηκαν στη θάλασσα, για να πάρει ό καθένας τα είδη και τρόφιμα πού του χρειάζονταν-για το άγιο Πάσχα. Τότε κι ό Γέρο – Κύριλλος, έστειλε τον υποτακτικό του —Δεσπότη Θεοφάνη— πού ήταν δόκιμος, να πάρει κι αυτός τα τρόφιμα του Γέροντα του.

Όταν πλησίασε στο καΐκι, ό έμπορος και καπετάνιος του καϊκιού είπε μπροστά σε όλους τους παρευρισκόμενους εκεί Πατέρες:
— Δεν είσαι συ ό Δεσπότης μας ό Θεοφάνης πού μας έφυγε και τον έχουμε χάσει τώρα δυο χρόνια και μ’ αυτά πού είπε έπεσε στο έδαφος και τον προσκύνησε.
Εκείνος αρνήθηκε και του είπε:
— τι λες άνθρωπε μου, παραγνώρισες, κάποιο λάθος κάνεις, δεν είμαι ‘γώ αυτός πού νομίζεις και μόλις είπε αυτά έφυγε, ανέβηκε στη Σκήτη και τούτο στάθηκε αφορμή να φύγει από το Γέροντα του, διότι έμαθαν όλοι πώς αυτός είναι ό Επίσκοπος Ευβοίας Θεοφάνης. Ό δε Γέροντας του θαυμάζοντας την ταπείνωση του Δεσπότη, έπεσε στα πόδια του και ζήταγε συγχώρεση για το σκληρό τρόπο πού τον μεταχειρίζονταν.


Ό Δεσπότης Θεοφάνης, τότε πήγε σε ένα έρημο ησυχαστήριο της Νέας Σκήτης,- πού έζησε σαν απλός Καλόγερος και με πολλή ταπείνωση και αγάπη προς όλους τους Πατέρες σε βαθύ γήρας, παρέδωκε τη μακαριά του ψυχή στα χέρια του Δεσπότη Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού, και ενετάχθει στη μακαριά χορεία των αγίων Πατέρων.


Έκτος του Επίσκοπου Θεοφάνη, πολλοί άλλοι Αρχιερείς, αφιέρωσαν το υπόλοιπο της ζωής τους και τελειώθηκαν εν Κυρίω, στη Σκήτη αυτή και με τους αγιορείτες Πατέρες κατατάχθηκαν στις αιώνιες του Παραδείσου Μονές.

Πηγή:Γεροντικό Αγίου Όρους