Σ’ ένα κοινόβιο της Αιγύπτου ζούσε κάποιος ενάρετος διάκονος. Κάποτε ζήτησε άσυλο εκεί ένας άρχοντας, πολιτικός φυγάς, με την οικογένεια του. Ο διάβολος λοιπόν τα έφερε έτσι που να πέση σε αμαρτία ο διάκονος με μια από τις νεαρές φιλοξενούμενες αρχοντοπούλες. Το κακό δεν άργησε να φανερωθή και να σκανδαλίση πολλές συνειδήσεις. Ο φταίχτης όμως μετανόησε ευθύς. Πήγε χωρίς χρονοτριβή σ’ ένα γείτονα του ερημίτη και με συντριβή εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Ο γέροντας είχε μια κρύπτη στο εσωτερικό της καλύβας του και ο διάκονος το γνώριζε. Τον παρακάλεσε λοιπόν να του την παραχωρήση. Ήθελε να ταφή μέσα ζωντανός και να κλαίη μέχρι να τον βρη ο θάνατος! Έτσι κι έγινε. Ο αμαρτωλός κλείστηκε στον σκοτεινό του τάφο. Ο γέροντας κάθε βράδυ του έριχνε λίγο ψωμί από ένα μικρό άνοιγμα.
Πέρασαν χρόνια. Οι άνθρωποι έχασαν τα ίχνη του διακόνου. Σταμάτησαν με τον καιρό να σχολιάζουν το σκάνδαλο. Στο τέλος το λησμόνησαν. Μια εποχή ο Νείλος κρατούσε με πείσμα τα νερά του χαμηλά. Δεν φούσκωνε να ποτίση τη διψασμένη από το λιοπύρι αιγυπτιακή πεδιάδα. Τα χωράφια χλώμιασαν. Τα σπαρτά καταστρέφονταν σιγά-σιγά, προμήνυμα μεγάλης δυστυχίας. Απελπισμένοι οι άνθρωποι έτρεχαν στα μοναστήρια και στις εκκλησίες για προσευχές και λιτανείες. Μάταια όμως. Τα νερά του ποταμού δεν ανέβαιναν με κανέναν τρόπο. Τέλος, ο επίσκοπος μιας επαρχίας, ένας άγιος άνθρωπος που έκανε πολλή προσευχή για τη δυστυχία του κόσμου, άκουσε φωνή στον ύπνο του να του λέη πως αν δεν προσευχηθή ο διάκονος που είναι κρυμμένος στην καλύβα του τάδε γέροντα, το νερό δεν ανεβαίνει!
Την άλλη μέρα ο ευσεβής επίσκοπος με όλο τον κλήρο του και πολύ λαό πήγε στην καλύβα του γέροντα και έβγαλε διά της βίας τον διάκονο από τον κρυψώνα του. Τον ανάγκασε να προσευχηθή. Μόλις εκείνος ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και ψιθύρισε λίγα θερμά λόγια προσευχής, ο Νείλος πλημμύρισε και πότισε τα διψασμένα χωράφια. Οι άνθρωποι που προηγουμένως είχαν σκανδαλιστή με το σφάλμα του, βλέποντας τώρα την παρρησία που είχε αποκτήσει με την καλή του μετάνοια, τον ευλαβήθηκαν και δόξασαν τον Θεό.