Ένας σωματοφύλακας του αυτοκράτορος ξεκίνησε μαζί με τη σύζυγό του με πλοίο από την Κωνσταντινούπολι, για να προσκυνήση τους Αγ. Τόπους.
Καθώς ταξίδευαν, αυτός και οι υπηρέτες του ξόδευαν σπάταλα το νερό του πλοίου. Όταν λοιπόν έφθασαν στη μέση του ταξιδιού, έλειψε το νερό και βρέθηκαν όλοι σε πολύ δύσκολη θέσι. Άρχισαν τα μικρά παιδιά και οι αδύναμες γυναίκες να λιποθυμούν από τη δίψα!
Σε τρεις ακόμη μέρες η κατάστασις έγινε απελπιστική. Δεν φαινόταν πουθενά ελπίδα σωτηρίας. Θα πέθαιναν όλοι από την έλλειψι του νερού.
Τότε ο σωματοφύλακας, ενώ ο ίδιος ήταν αίτιος της συμφοράς, μη υποφέροντας άλλο, τράβηξε το ξίφος του θέλοντας να σκοτώση τον πλοίαρχο και τους ναύτες. Κάποιος όμως τον συγκράτησε:
– Μην κάνης άδικο φόνο. Μάλλον παρακάλεσε και συ τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον «ποιούντα μεγάλα και ανεξιχνίαστα», να μας λυπηθή.
Την τέταρτη μέρα ο ευσεβής πλοίαρχος, που έκανε τριήμερο προσευχής και νηστείας, φώναξε δυνατά:
– Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός!
Όλοι απόρησαν. Εκείνος όμως διέταξε τους ναύτες:
– Ξεδιπλώστε γρήγορα τις δερμάτινες τέντες του πλοίου.
Αφού τις ξεδίπλωσαν και τις άπλωσαν στο κατάστρωμα, ξαφνικά έρχεται ένα σύννεφο ακριβώς επάνω από το πλοίο και άρχισε να βρέχη! Οι τέντες μάζεψαν το σωτήριο νερό και όλα τα δοχεία γέμισαν.
Έτσι το πλοίο μπόρεσε με ασφάλεια ν’ αρμενίση προς την Παλαιστίνη.
(Λειμωνάριον)