Ο Γερο – Πέτρος. Ένας μεγάλος, άγνωστος Γέροντας του Άθωνα

Ἡσυχαστής «Πετράκης»
Δι­η­γή­θη­κε ὁ γέ­ρων Γε­ρά­σι­μος ὁ Ὑ­μνο­γρά­φος: «Γνώ­ρι­σα τόν γε­ρω–Πέ­τρο (Πε­τρά­κη) τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη. Ἦ­ταν ὄν­τως ἅ­γιος μο­να­χός. Ἔ­κα­νε πολ­λή προ­σευ­χή καί με­γά­λη ἄ­σκη­ση. Μία φο­ρά τήν ἑ­βδο­μά­δα μα­γεί­ρευ­ε καί ἔ­τρω­γε κά­θε μέ­ρα ἀ­πό αὐ­τό. Μία φο­ρά ἦρ­θε στό Κελ­λί μας ἀλ­λοι­ω­μέ­νος στήν ὄψη· κλαί­γον­τας μοῦ εἶ­πε ὅ­τι τό βρά­δυ προ­σευ­χό­με­νος πε­ρι­κυ­κλώ­θη­κε ἀ­πό λευ­κό ἄ­πλε­το φῶς καί γέ­μι­σε εὐ­ω­δί­α τό κελ­λί του. Ὁ ἴ­διος αἰ­σθάν­θη­κε ἀ­νέκ­φρα­στη μα­κα­ρι­ό­τη­τα, γλυ­κύ­τη­τα καί εἰ­ρή­νη. Δέν γνώ­ρι­ζε ἄν βρι­σκό­ταν στό κελ­λί του. Ρω­τοῦ­σε νά μά­θη τί εἶ­ναι αὐ­τό πού τοῦ συ­νέ­βη. Μοῦ εἶ­πε: ”Ἐσύ εἶ­σαι μορ­φω­μέ­νος, ξέ­ρεις γράμ­μα­τα, νά μοῦ πῆς μή­πως εἶ­ναι πλά­νη τοῦ Σα­τα­νᾶ, μή­πως εἶ­ναι τί­πο­τε κα­κό;”. Ὅ­λα ὅ­σα μοῦ ἔ­λε­γε ἦ­ταν τῆς χά­ρι­τος· κα­θώς τά δι­η­γεῖ­το εἶ­χε βγῆ ἐ­κτός ἑ­αυ­τοῦ καί σέ μί­α στιγμή ξαφ­νι­κά τό πρό­σω­πό του ἔ­λαμ­ψε καί ἐ­γώ τἄ­χα­σα. Δέν μι­λοῦ­σα καί τόν ἄ­φη­σα νά λέ­η. Δέν τόν δι­έ­κο­ψα κα­θό­λου. Ἀ­πο­τύ­πω­να καί ἔ­λεγ­χα ὅ­σα ἔ­λε­γε. Δέν δι­έ­κρι­να κα­νέ­να ση­μεῖ­ο πλά­νης. Ὕ­στε­ρα τοῦ εἶ­πα νά δο­ξά­ζη τόν Θε­όν πού ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά δῆ αὐ­τά, για­τί ὅ­λα εἶ­ναι ἀ­πό τόν Θεό καί δέν εἶ­ναι πλά­νη. Φε­ύ­γον­τας μέ πα­ρα­κά­λε­σε νά μήν τά πῶ που­θε­νά καί νά πα­ρα­κα­λῶ τόν Θεό νά τόν ἐ­λε­ή­ση γιά νά μήν πλα­νη­θῆ. Ὁ γε­ρω–Πέ­τρος ἦ­ταν τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς. Πο­λύ τα­πει­νός καί ἁ­πλός μο­να­χός».
     Φα­ί­νε­ται πώς αὐ­τό τό γε­γο­νός τοῦ συ­νέ­βη τό­τε γιά πρώ­τη φο­ρά, για­τί στήν συ­νέ­χεια ζοῦ­σε πολ­λές τέ­τοι­ες κα­τα­στά­σεις, ὅ­πως ἀ­πε­κά­λυ­ψε στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο[1]. Ἔ­βλε­πε συ­χνά τό Ἄ­κτι­στο Φῶς, εἶ­χε ἀ­ε­ίρ­ρο­α δά­κρυ­α πού συ­νώ­δευ­αν τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή του καί εἶ­χε ξε­πε­ρά­σει τά τυ­πι­κά.        
     Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος Γέ­ρον­τας ἄν κά­νη κα­νό­να καί ἀ­κο­λου­θί­α, καί ἀ­πάν­τη­σε: «Οὔ­τε κα­νό­να οὔ­τε ἀ­κο­λου­θί­α κά­νω. Μόλις δύ­σει ὁ ἥ­λιος τρώ­γω, κά­νω τό Ἀ­πό­δει­πνο καί κοι­μᾶ­μαι δύ­ο ὧ­ρες. Ὅ­ταν ξυ­πνή­σω, καί ὅταν ἔ­χη ἤ­δη νυ­χτώ­σει, ἀρ­χί­ζω τά κομ­πο­σχο­ί­νια. Στό δεύ­τε­ρο–τρί­το κομ­πο­σχο­ί­νι ἔρ­χον­ται τά δά­κρυ­α καί μέ­χρι τό πρωΐ δέν ξέ­ρω ποῦ βρί­σκο­μαι. Τό κα­λο­κα­ί­ρι ἀρ­χί­ζω τήν ἀ­γρυ­πνί­α τό βρά­δυ καί ὅ­ταν βγῆ ὁ ἥ­λιος, τό­τε συ­νέρ­χο­μαι καί μπα­ί­νω μέ­σα». (Πι­θα­νώ­τα­τα ἡρ­πά­ζε­το σέ θε­ω­ρί­α).
Τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν οἱ πα­τέ­ρες καί χτυ­ποῦ­σαν τήν ἐ­ξώ­πορ­τα, αὐ­τός ὅ­μως ἄ­νοι­γε λί­γο τό πα­ρα­θυ­ρά­κι καί ρω­τοῦ­σε ποι­ός εἶ­ναι καί τί θέ­λει. Ἄν τοῦ πή­γαι­ναν τρό­φι­μα, το­ύς ἔ­λε­γε νά τά ἀ­φή­σουν ἔ­ξω. Δέν ἔ­βγαι­νε νά τά πά­ρη μέ­χρι πού σά­πι­ζαν. Αὐ­τό τό ἔκα­νε γιά νά βλέ­πουν οἱ πα­τέ­ρες τά σα­πι­σμέ­να τρό­φι­μα καί νά μήν τοῦ ξα­να­φέρ­νουν.
     Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος για­τί δέν βγα­ί­νει. «Ἅ­μα βγῶ ἔ­ξω, θά ποῦ­με λό­για πε­ρίσ­σια», ἀ­πάν­τη­σε. Ἦταν ἀ­κτή­μων. Μία–δύ­ο φο­ρές τόν χρό­νο ἔ­βγαι­νε γιά νά δώ­ση τό ἐρ­γό­χει­ρό του, τά κομ­πο­σχο­ί­νια,  καί νά προ­μη­θευ­τῆ τό πα­ξι­μά­δι του. Ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα ἐ­νά­τη καί λά­δι δέν ἔ­τρω­γε σχε­δόν ὅ­λο τόν χρό­νο. Ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη τρο­φή του ἦ­ταν τσά­ϊ μέ πα­ξι­μά­δι. Ἔ­κα­νε καί ἔ­κτα­κτα τρι­ή­με­ρα.
     Ἔ­λε­γε στόν πα­πα–Δι­ο­νύ­σιο τόν Μι­κρα­γι­αν­να­νί­τη ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι: «Γιά νά με­ί­νης στήν ἔρη­μο, θά πρέ­πει νά εἶ­σαι κα­λός μά­γει­ρας. Θά μα­γει­ρε­ύ­εις φα­σό­λια τήν Κυ­ρια­κή καί θά τρῶς μέ­χρι τήν Τρί­τη. Τήν Τε­τάρ­τη θά βά­λεις λί­γο νε­ρά­κι καί θά τά βρά­ζεις, τήν Πέμπτη θά βά­λεις λί­γη ντο­μα­τού­λα, τήν Πα­ρα­σκευή λί­γο ἁ­λα­τά­κι καί νε­ρό, τό Σάββατο θά βά­λεις καί λί­γο χυ­λό ἀ­πό ἀ­λε­ύ­ρι, καί τήν Κυ­ρια­κή ἄλ­λο φα­γη­τό. Ἔ­τσι μέ ἕ­να φα­γη­τό περ­νᾶς ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα».
     Κάποτε εἶ­χε χι­ο­νί­σει καί τόν ἔ­βλε­πε ὁ πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος ἀ­πό ἀ­πέ­ναν­τι νά πη­γαι­νο­έρ­χε­ται ξυ­πό­λυ­τος πά­νω στό χι­ό­νι. Ὕ­στε­ρα τόν ρώ­τη­σε για­τί τό ἔ­κα­νε αὐ­τό, καί τοῦ ἐκ­μυ­στη­ρε­ύ­τη­κε ὅ­τι εἶ­χε σαρ­κι­κό πό­λε­μο καί βγῆ­κε ξυ­πό­λυ­τος στό χι­ό­νι γιά νά πο­λε­μή­ση τήν πύ­ρω­ση.
Καί ὁ γε­ρω–Πα­ΐ­σιος ἔ­λε­γε ὅ­τι ἀπ᾿ ὅ­σους ἀ­σκη­τές γνώ­ρι­σε, ὁ γε­ρω–Πέτρος ἦ­ταν σέ ἀ­νώ­τε­ρα μέ­τρα, γι᾿ αὐ­τό ἤ­θε­λε νά γί­νη ὑ­πο­τα­κτι­κός του.
     Ὁ πα­πα–Ἐ­φραίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της εἶ­χε πολ­λή εὐ­λά­βεια στόν γε­ρω–Πέ­τρο καί εἶ­πε γι᾿ αὐ­τόν: «Σοῦ ἄ­φη­νε μί­α γλυ­κύ­τη­τα μέ­σα σου, ὅ­ταν τόν συ­ναν­τοῦ­σες καί σέ μι­λοῦ­σε αὐ­τός ὁ ἄν­θρω­πος. Πο­τέ δέν φά­νη­κε σέ ἀ­γρυ­πνί­ες καί πο­τέ δέν προ­ξέ­νη­σε σκάν­δα­λο. Μία ζω­ή στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί νά εἶ­ναι εἰ­ρη­νι­κός μέ ὅ­λους, με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα».
     Ὁ γε­ρω–Πέ­τρος, ὅ­ταν συ­ναν­τοῦ­σε Πα­τέ­ρες στόν δρό­μο, δέν ἔ­λε­γε τόν κα­θι­ε­ρω­μέ­νο χαι­ρε­τι­σμό «εὐ­λο­γεῖ­τε», ἀλ­λά τό ἑ­ξῆς βα­θυ­στό­χα­στο: «Πα­τέ­ρες, φεύ­γου­με» (δη­λα­δή πε­θα­ί­νου­με).
     Εἶ­χε με­γά­λη λε­πτό­τη­τα. Ἀ­πέ­φευ­γε νά δι­α­νυ­κτε­ρεύ­η σέ Κελ­λιά, γιά νά μήν ἐ­πι­βα­ρύ­νη τούς πα­τέ­ρες, ἀλ­λά καί γιά νά μή χά­νη ὁ ἴ­διος τήν ἡ­συ­χί­α του καί πα­ρα­βαί­νη τό τυ­πι­κό του. Μία φο­ρά ὁ γερω– Ἰω­α­κείμ ὁ Κα­ρυ­ώ­της ἀ­πό τήν Βα­το­πε­δι­νή Κα­λύ­βη τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τόν πί­ε­σε νά δι­α­νυ­κτε­ρεύ­ση στό Κελ­λί του, ἀλ­λά δέ δέ­χθη­κε. Ξε­κί­νη­σε μέ τά πό­δια γιά τήν Δάφ­νη. Στόν δρό­μο νύ­χτω­σε, ἄρ­χι­σε νά βρέ­χη καί δι­α­νυ­κτέ­ρευ­σε σέ μί­α κου­φά­λα κα­στα­νιᾶς.
     Ὅ­ταν προ­αι­σθάν­θη­κε ὅ­τι πλη­σι­ά­ζει ἡ κο­ί­μη­σή του, ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό Κελ­λά­κι του στήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να καί πῆ­γε στήν με­τά­νοιά του, στόν Ἅ­γιο Πέτρο, ν᾿ ἀ­φή­ση τά κόκ­κα­λά του ἐ­κεῖ, ὅ­που ξε­κί­νη­σε τήν κα­λο­γε­ρι­κή του. Ἔ­ζη­σε ἐ­κεῖ με­ρι­κο­ύς μῆ­νες καί ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1958 τήν ἡ­μέ­ρα τῆς μνή­μης τοῦ ἁ­γί­ου Πέτρου τοῦ Ἀ­θω­νί­του τοῦ ὁ­πο­ί­ου εἶ­χε τό ὄ­νο­μα καί πρός τι­μήν τοῦ ὁ­πο­ί­ου ἐ­τι­μᾶ­το ὁ να­ός τῆς Κα­λύ­βης. Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη, τά μό­να πράγ­μα­τα πού βρέ­θη­καν στό κελ­λί του ἦ­ταν λί­γο πα­ξι­μά­δι σ᾽ ἕ­να κα­λά­θι καί μι­σό μπου­κά­λι λά­δι γιά τό καν­τή­λι. Οὔ­τε κρεβ­βά­τι οὔ­τε στρῶ­μα εἶ­χε.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με
Φωτο το καλύβι τού γερω-Πέτρου

πηγή