Μιά μέρα ήλθε μπροστά στο κελί του Γέροντα Ευμενίου, ένας γύφτος με ένα Ντάτσουν γεμάτο καρπούζια, μαζί με τα τρία-τέσσερα παιδόπουλά του. Του λέει: «Παπά, θέλεις καρπούζια»;
Ο Γέροντας αναπαυόταν κάτω από το δένδρο, ήταν μεσημέρι προς απόγευμα και του απαντάει; «Θέλω, θέλω».
«Πόσα θέλεις;».
«Βγάλε εσύ και θα σου πω». Άρχισε να βγάζει ο άνθρωπος καρπούζια, τα έδινε στα παιδιά του, τα έπαιρνε ο Γέροντας και τα έβαζε στην αποθήκη. Έδινε ο άνθρωπος, έπαιρνε ο Γέροντας, και συγχρόνως εχαμογελούσε!! Απορούσε και ο γύφτος, αλλά τί να κάνε, επουλούσε… Έχασε το μέτρημα ο άνθρωπος.
Λέει ο Γέροντας: «Πάμε να τα μετρήσουμε». Βουνό μέσα στην αποθήκη τα καρπούζια, που να μετρηθούν!
Του λέει ο Γέροντας, «Πόσο κάνουν;».
Τα ζυγιάζει ο γύφτος με το μάτι και λέει τόσα…
Του λέει ο Γέροντας «Καλά, καθήστε να φάτε κάτι».
Τους βάζει φαγητό, χαρά ο άνθρωπος, χαρά τα παιδόπουλα. Πήγαινε ο Γέροντας, τους έφερνε νερά, ψωμί, κρασί, τυροπιττάκια, ό,τι είχε. Χαρά. Όλοι γέλαγαν!
Πέρασε η ώρα, του έδωσε τα χρήματα όσα του είχε ζητήσει και κάτι παραπάνω. Μπαίνουν μέσα στο αυτοκίνητο ο γύφτος και τα παιδιά του να φύγουν, ξεκινάνε, πάνε πιο πέρα και ο Γέροντας άρχισε να φωνάζει:
Πέρασε η ώρα, του έδωσε τα χρήματα όσα του είχε ζητήσει και κάτι παραπάνω. Μπαίνουν μέσα στο αυτοκίνητο ο γύφτος και τα παιδιά του να φύγουν, ξεκινάνε, πάνε πιο πέρα και ο Γέροντας άρχισε να φωνάζει:
«Ελάτε πίσω. Ελάτε πίσω». Τι να κάνε ο άνθρωπος; Γυρίζει πίσω και ρωτάει τον Παππούλη τι θέλεις;
«Πόσα παιδιά έχεις;», ρωτάει ο πατήρ Ευμένιος.
«Τέσσερα», του απαντά ο γύφτος.
«Κατέβα από το αυτοκίνητο, πήγαινε στην αποθήκη, διάλεξε έξι καρπούζια, τα καλύτερα και πάρε τα γιά τα παιδιά σου και γιά σένα».
Απόμεινε ο γύφτος να τον κοιτάζει απορημένος.
«Πόσα παιδιά έχεις;», ρωτάει ο πατήρ Ευμένιος.
«Τέσσερα», του απαντά ο γύφτος.
«Κατέβα από το αυτοκίνητο, πήγαινε στην αποθήκη, διάλεξε έξι καρπούζια, τα καλύτερα και πάρε τα γιά τα παιδιά σου και γιά σένα».
Απόμεινε ο γύφτος να τον κοιτάζει απορημένος.
«Πάρε τα να τα φας με τα γυφτόπουλα, μην τα πουλήσεις, τα κερνάω εγώ», του λέει ο Γέροντας, γελώντας.
Εκοίταζε ο άνθρωπος, έσκυψε και του εφίλησε το χέρι. Αυτός τον ευλογούσε. Άνοιξε ο γύφτος την πόρτα του αυτοκινήτου, έβγαλε τα γυφτόπουλα, του εφίλησαν και αυτά το χέρι και ο Γέροντας τα ευλόγησε. Έφυγαν χαρούμενοι και ο Παππούλης γελούσε.
Ο πατήρ Ευμένιος ήταν σαν μιά κινητή Τράπεζα. Του έδινε ο κόσμος χρήματα, του έβαζε κάτω από τα μαξιλάρια, στις τσέπες του, κι αυτός όλο έδινε απλόχερα σε όποιον του ζήταγε κι έστελνε όπου υπήρχε ανάγκη. Δεν τον ενδιέφερε αν τον κατέκριναν που έπαιρνε χρήματα ή αν τον επαινούσαν που έδινε. Εκείνος εγελούσε και συνέχιζε… το έργο του!
Εκοίταζε ο άνθρωπος, έσκυψε και του εφίλησε το χέρι. Αυτός τον ευλογούσε. Άνοιξε ο γύφτος την πόρτα του αυτοκινήτου, έβγαλε τα γυφτόπουλα, του εφίλησαν και αυτά το χέρι και ο Γέροντας τα ευλόγησε. Έφυγαν χαρούμενοι και ο Παππούλης γελούσε.
Ο πατήρ Ευμένιος ήταν σαν μιά κινητή Τράπεζα. Του έδινε ο κόσμος χρήματα, του έβαζε κάτω από τα μαξιλάρια, στις τσέπες του, κι αυτός όλο έδινε απλόχερα σε όποιον του ζήταγε κι έστελνε όπου υπήρχε ανάγκη. Δεν τον ενδιέφερε αν τον κατέκριναν που έπαιρνε χρήματα ή αν τον επαινούσαν που έδινε. Εκείνος εγελούσε και συνέχιζε… το έργο του!
Από το βιβλίο π. Ευμένιος – Ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός.