Ἂς προεορτάσουμε λαοὶ τὰ Γενέθλια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφοῦ ὑψώσουμε τὸ νοῦ ἂς πᾶμε μὲ τὴ διάνοια στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂς δοῦμε μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ψυχῆς τὴν Παρθένο ποὺ σπεύδει νὰ γεννήσει στὸ Σπήλαιο τὸν Κύριο τῶν ὅλων καὶ Θεό μας· Ἐκείνου, βλέποντας ὁ Ἰωσὴφ τὸ μέγεθος τῶν θαυμάτων, νόμιζε πὼς θεωροῦσε ἄνθρωπο νὰ σπαργανώνεται ὡς βρέφος· ἐννοοῦσε ὅμως ἀπὸ τὰ φαινόμενα πὼς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ποὺ παρέχει στὶς ψυχές μας τὸ μέγα ἔλεος».
«Ἂς προεορτάσουμε λαοὶ τὰ Γενέθλια του Χριστοῦ καὶ ἀφοῦ ὑψώσουμε τὸ νοῦ ἂς πᾶμε μὲ τὴ διάνοια στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂς δοῦμε τὸ μέγα μυστήριο ποὺ στὸ σπήλαιο συντελεῖται. Διότι ἄνοιξε ἡ Ἐδὲμ ἀφοῦ ὁ Θεὸς προβάλλει ἀπὸ Παρθένο Ἁγνή, παραμένοντας ὁ ἴδιος τέλειος καὶ στὴ θεότητα καὶ στὴν ἀνθρωπότητά Του. Ἂς κραυγάσουμε λοιπόν· Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ Πατέρας ποὺ ἀρχὴ δὲν ἔχει, Ἅγιος Ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς ποὺ σαρκώθηκε· Ἅγιος Ἀθάνατος, τὸ Πνεῦμα ποὺ τὴν παρηγοριὰ προσφέρει. Τριάδα Ἁγία, δόξα σὲ Σένα».
«Προεορτάσωμεν πιστοί! Ἀναχθῶμεν τὴ διάνοια! Ἐπάραντες τὸν νοῦν!».
Αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἐπιφωνήματα ἐνθουσιαστικῆς εὐλάβειας καὶ συναισθηματικῆς ἀφοσιώσεως γιὰ τοὺς λίγους παράξενους ἀνθρώπους ποὺ ἀρέσκονται σὲ τέτοιου εἴδους πράγματα. Εἶναι προτροπὲς καὶ ἐντολὲς ποὺ εἶναι οὐσιαστικὲς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ τὶς προσέχουν καὶ νὰ ὑπακούουν σὰν νὰ ἐξαρτιόταν ἡ ζωή τους ἀπὸ αὐτές. Γιατί στ’ ἀλήθεια ἐξαρτᾶται.
Δημιουργηθήκαμε γιὰ νὰ δοξάζουμε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς μας. Εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς μας. Κάθε ἀνθρώπινη ἁμαρτία, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος», τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, εἶναι ἡ ἀποτυχία νὰ ἑορτάσουμε πρεπόντως αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι καὶ κάνει, γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ ἔχουν πλασθεῖ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἑορτασμός, ὁ ὁποῖος σὲ τελευταία ἀνάλυση δὲν εἶναι καθόλου ἑορτασμὸς ἀλλὰ ἁπλὰ ἁμαρτία, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀποκλείει τὸν Θεὸ καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ εὐχαριστηθεῖ μὲ κάτι ἄλλο παρὰ μὲ Αὐτὸν καὶ μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴ δράση Του στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἑορτασμὸς τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ χωρὶς ἀναφορὰ στὸ δωρεοδότη Θεό. Καὶ τὸ ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμά του, ἀπαραίτητα καὶ ὀργανικά, εἶναι τὸ ἀνικανοποίητο, ἡ θλίψη, ἡ μελαγχολία καὶ τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος.
Ἡ περίοδος τῶν Χριστουγέννων εἶναι μία περίοδος ἑορτασμοῦ, καιρὸς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ὅμως πολλοὶ ἄνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων καὶ πολλῶν ποὺ θεωροῦν
ἑαυτοὺς τους Χριστιανούς, εἶναι στερημένοι ἀπὸ τὸ χαρούμενο πνεῦμα τοῦ ἑορτασμοῦ. Βρίσκουν αὐτὴ τὴν περίοδο ἐκνευριστικὴ καὶ ὀνειρική, ἀπογοητευτικὴ καὶ καταπιεστική, καὶ παραδέχονται ἀκόμα, μερικὲς φορές, ὅτι εἶναι εὐχαριστημένοι ὅταν τελειώνει! Ὁ προφανὴς λόγος γι’ αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἑορτάζουν λανθασμένα. Μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν ὑμνοῦν καθόλου τὸν Θεὸ καὶ τὶς δωρεές Του, ἰδιαίτερα μάλιστα, τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑμνοῦν τὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ λαγνεῖες.
Μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἀστεῖοι, ὅμως ἡ αὐθεντικὴ χαρὰ τοὺς ξεφεύγει. Φτάνουν στὸ τέλος τῆς «θερινῆς περιόδου» ἐντελῶς ξεροψημένοι, ἐνῶ λαχταροῦν ἀκόμα περισσότερο, γιατί αὐτὸ ποὺ ἤδη ἔχουν, ὁ,τιδήποτε κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι σίγουρα ἀρκετό, καί, ἐν πάση περιπτώσει, τώρα τελείωσε καὶ πέρασε.
Ἄλλοι ἔρχονται στὴν ἑορταστικὴ περίοδο μὲ τὴ σταθερὴ πρόθεση νὰ ἑορτάσουν τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸν Σωτήρα. Εἶναι ὑπερσοβαροί. Σφίγγουν τὶς γροθιὲς καὶ τὰ δόντια τους, ἀποφασισμένοι νὰ τὸ «παίξουν» «θρησκευόμενοι» καὶ «πνευματικοί». Ἀλλὰ ὅταν τελειώσει ἡ περίοδος ἀπομένουν ἄδειοι καὶ νεκροὶ γιατί ξόδεψαν τὶς δυνάμεις τοὺς κοιτώντας τοὺς ἄλλους, καταδικάζοντας τὴν ἀνόητη συμπεριφορά τους, γενόμενοι ἔτσι δυστυχισμένοι ἐξαιτίας αὐτοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀντὶ νὰ γεμίσουν ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες χαρὲς τῆς περιόδου μὲ τὴ θεία Χάρη τοῦ Κυρίου, καταστρέφουν τὸν ἅγιο χρόνο γιὰ τοὺς ἴδιους, τὶς οἰκογένειες καὶ τοὺς φίλους τους, καταρώμενοι τὴν «ἐκκοσμίκευση» καὶ τὴν «ἐμπορευματοποίηση» ποὺ μολύνουν τὴν ἑορτή, ἀντὶ νὰ εὐλογοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν πανήγυρη γι’ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ἐνῶ ἐπιπλήττουν τοὺς φίλους τους γιατί δὲν «κράτησαν τὸν Χριστὸ στὰ Χριστούγεννα», τὸν ἔχουν στὴν πραγματικότητα ἀποκλείσει ἀπὸ τὸ δικό τους ἑορτασμὸ μὲ τὴ φαρισαϊκὴ αὐτοδικαίωσή τους καὶ τὴν καταδίκη τῶν ἀδελφῶν τους γιὰ τοὺς ὁποίους ἦλθε καὶ πέθανε ὁ Χριστός, εἴτε τὸ γνωρίζουν εἴτε ὄχι.
Ἐορτάσωμεν πιστοί! Ὅμως ἂς ἑορτάσουμε ὀρθά.
Ἂς πᾶμε στὴ Βηθλεὲμ καὶ ὄχι στὰ σπίτια τῶν ἄλλων.
Ἂς ἀνυψώσουμε τὸ νοῦ μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ περιπλανᾶται στὴ ζωὴ τοῦ πλησίον μας.
Ἂς συγκεντρωθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ ἂς ἀγαλλιάσουμε μέσα στὸ ἔλεος καὶ στὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀκόμα καὶ τὸν «ἐκκοσμικευμένο» καὶ «ἐμπορευματοποιημένο» κόσμο ὅπου βασιλεύει ὁ διάβολος.
Ἂς μὴν καταστρέψουμε τὴν ἑορτὴ γιά μᾶς καὶ τοὺς ἀγαπημένους μας, ἐξαιτίας τοῦ τί οἱ ἄλλοι κάνουν ἢ δὲν κάνουν.
Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ κρατήσουμε τὸν «Χριστὸ στὰ Χριστούγεννα» πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, κρατώντας τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ τοὺς ἑαυτούς μας στὸν Χριστό. Τότε τὰ Χριστούγεννα θὰ εἶναι ἡ θεόσδοτη γιορτὴ ποὺ πράγματι εἶναι, ἡ γιορτὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του. Μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἑορτασμός μας θὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Κύριο, πλήρης γιά μᾶς καὶ ἐμπνευσμένος γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί θὰ ἀποτελεῖ τότε μία ζωντανὴ μαρτυρία ἐκείνου ποὺ στ’ ἀλήθεια εἶναι μία γιορτὴ ὅταν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τὴν προόρισε νὰ εἶναι.
Ὁ κόσμος σήμερα χρειάζεται ἐπειγόντως θεῖο ἑορτασμό. Καὶ αὐτὸ κάνουν πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες. Γιατί, ἐνῶ μερικοὶ διασκεδάζουν καὶ κάποιοι ἄλλοι τοὺς καταδικάζουν γιατί κάνουν ἔτσι, οὔτε οἱ μὲν οὔτε οἱ δὲ εἶναι πραγματικὰ εὐχαριστημένοι καὶ εἰρηνευμένοι. Γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ ποὺ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά Του καὶ ἔρχεται νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ συγχωρήσει τὴν ἀνοησία καὶ τὴν ἁμαρτία τους. Καὶ κανένας ἑορτασμὸς δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἱκανοποιητικὸς χωρὶς τὴ σπλαχνικὴ παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
«Ἐλᾶτε ὅλοι, μὲ πίστη ἂς προεορτάσουμε τὰ Γενέθλια τοῦ Χριστοῦ καὶ νοερὰ τὸν ὕμνο προβάλλοντάς τον ὡς ἀστέρι, ἂς κραυγάσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μάγους καὶ τοὺς ποιμένες δοξολογίες. Ἦλθε ἡ σωτηρία τῶν θνητῶν, ἀπὸ κοιλιὰ παρθενική, νὰ ξανακαλέσει τοὺς πιστούς».
«Κάθε ρύπο ἐμπάθειας ἀπορρίπτοντες ἐπάξια, χάρη στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἀναλάβουμε γνώμη γεμάτη σύνεση, διότι ἔρχεται χωρὶς ρύπο κανένα, νὰ φορέσει τὴ σάρκα καὶ νὰ δωρίσει σὲ ὅλους θεία ἀναγέννηση διὰ τοῦ πνεύματος».
«Κοιτάζοντας τὸν Χριστὸ ποὺ ταπεινώνεται ἂς ὑψωθοῦμε, ἀπὸ πάθη ποὺ κάτω μᾶς κυλοῦν. Μὲ ζῆλο καλὸ ἂς μάθουμε ἀπὸ τὴν πίστη νὰ μὴ φρονοῦμε ὑψηλὰ κι ἂς ταπεινωθοῦμε πνευματικὰ ἔτσι, ὥστε μὲ τὰ ὑψηλὰ ἔργα μας νὰ ἐξυψώσουμε Αὐτὸν ποὺ γεννιέται».
π. Θωμάς Χοπκο.Ἀπό τό βιβλίο:«Χειμωνιάτικη Πασχαλιά» ,ἔκδ. Ἀκρίτας