«ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πώς δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι»

Ο νοστιμισμένος με αλάτι λόγος είναι αυτός που έχει ουσία και δεν είναι λόγος «αργός», δεν είναι αδολεσχία, φλυαρία, ματαιότητα. Αν σκεφτούμε πόσους μάταιους και ανούσιους λόγους εκφέρουμε καθημερινά στη ζωή μας, δεν μπορεί παρά να προβληματιστούμε από τα Παύλεια λόγια. Είναι διότι ο λόγος αποτυπώνει την ποιότητα, αλλά και τον πνευματικό αγώνα, όπως επίσης και την διάθεση της καρδιάς μας. Ο αργός λόγος, ο σαπρός, όπως τον αποκαλεί αλλού ο Παύλος, μαρτυρεί την αδυναμία της ύπαρξής μας να θέσει ενώπιόν της τα ουσιώδη, τις μεγάλες απαντήσεις στα ερωτήματα του «ποιος είμαι;», «γιατί αξίζω;», «προς τα πού πορεύομαι;», «τι είναι για μένα ο Θεός και ο πλησίον;» και να πορευτεί σύμφωνα μ’ αυτές. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο λόγος δεν μπορεί να ξεκουράζει και να αναπαύει από την κόπωση που κάθε αγώνας φέρει. Διότι μετά γινόμαστε όχι απλώς αυστηροί, αλλά αναλαμβάνουμε έναν στόχο που είναι βέβαιο ότι υπερβαίνει τις δικές μας δυνάμεις. Παύουμε να χαιρόμαστε την επικοινωνία με τον κόσμο και τον συνάνθρωπο και λειτουργούμε με ένα πνεύμα αδιάκριτου αναχωρητισμού από τη ζωή. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί την υποχώρηση στον ευτελισμό. Την κατάκριση του άλλου, δηλαδή τον καταλογισμό σ’ αυτών έργων και προθέσεων που μαρτυρούν την αδυναμία να τον στηρίξουμε ακόμη και στις πτώσεις του. Τις ύβρεις εναντίον του, οι οποίες δεν σώζουν, αλλά αμαυρώνουν τόσο τα χείλη όσο και την καρδιά μας, αλλά και πληγώνουν και προκαλούν αντιδράσεις.

Το να γνωρίζουμε πώς πρέπει να αποκρινόμαστε στον καθέναν είναι σημείο διάκρισης. Ο Παύλος δεν αναφέρεται σε μία ικανότητα, καρπό ανθρωπιστικής και διπλωματικής παιδείας. Η διάκριση είναι πνευματικός καρπός. Έχει να κάνει με την τοποθέτησή μας στη θέση του άλλου. Στον χαρακτήρα, τη συνείδηση, την ψυχή του άλλου. Στις δυνατότητές του να αντέξει τους λόγους μας. Αλλά έχει να κάνει και πάλι με το δικό μας βαθύτερο κίνητρο. Αν αυτό έγκειται στην φανέρωση των λόγων του Θεού, αν αυτό στοχεύει στη σωτηρία τόσο τη δική μας όσο και του άλλου, τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε εν διακρίσει. Εκεί όπου καλούμαστε να παρηγορήσουμε, θα είμαστε ήπιοι και γλυκείς. Εκεί όπου καλούμαστε να επαινέσουμε, θα το κάνουμε με μέτρο. Εκεί όπου καλούμαστε να είμαστε αυστηροί, θα δείξουμε αποφασιστικότητα και ευθύτητα. Δεν θα κρύψουμε την αλήθεια, αλλά και δεν θα εξουθενώσουμε τον άλλο. Πρωτίστως όμως θα φανερώσουμε το τι θέλει ο Θεός, αν βεβαίως το πιστεύουμε και το έχουμε ως στόχο.