Γράφει ὁ Ἰωάννης Χατζηδιγενῆς, Θεολόγος
Οἱ Μυροφόρες καθὼς πήγαιναν στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ (Χριστιανοὶ πηγαίνοντας γιὰ τὴν Ἀνάσταση), δὲν ἔβαλαν τὸν λογισμὸ ὅτι «καλύτερα εἶναι νὰ μὴν πᾶμε στὸν τάφο, γιὰ νὰ μὴ μᾶς συλλάβει – πιάσει ἡ κουστωδία τοῦ Πιλάτου καὶ ἔχουμε ἐπιπτώσεις» (ἡ ἀστυνομία Μητσοτάκη, πρόστιμα κλπ), οὔτε σκέφτηκαν ποιὸς θὰ κυλίσει τὸν λίθο.
Πῆγαν μὲ θάρρος καὶ τόλμη σὲ ἀπαγορευμένη ὥρα (ἀπαγόρευση κυκλοφορίας) καὶ σὲ φυλασσόμενο μέρος (ἀστυνομικὰ μπλόκα – φρουρούμενους Ναούς), ἔκαναν τὸ ἀνθρώπινο ἀψηφώντας κάθε ἀπειλή τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὶς ἄφησε ἔτσι, ἀλλὰ ἐμφανίστηκε σ’ αὐτὲς ὁ Ἴδιος Ἀναστημένος! Ἡ δὲ κουστωδία διακατέχονταν ἀπὸ τρομερὸ φόβο ἐξαιτίας τοῦ σεισμοῦ ποὺ εἶχε προηγηθεῖ τῆς Ἀναστάσεως…
Καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐμπειρία τῆς θέας τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, τοὺς ἔδωσε τὴν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτρεξαν λοιπὸν νὰ διαδώσουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κουστωδία ποὺ δωροδοκήθηκε (λίστες Πέτσα…), ἀπὸ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους γιὰ νὰ λένε τὴν ψευδῆ εἴδηση ὅτι ὁ Ἰησοῦς κλάπηκε.