Κάποιος αδελφός, στενοχωρημένος, πλησίασε τον Γέροντα και τον παρακάλεσε: «Γέροντα, κάνε μου μια ευχή να μου φύγει η θλίψη!». Ο Γέροντας, προσευχήθηκε, όπως συνήθιζε.
Κατόπιν, του είπε:
«Άκουσε παιδί μου. Αυτές τις μέρες στην προσευχή μου ο Θεός μού αποκάλυψε τον “νυμφωνα” της ψυχής μου· όπως λέει και το τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας,
“Τὸν νυμφωνά σου βλέπω,
Σωτήρ μου, κεκοσμημένον·
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω
ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτωῷ…”.
[sc name=”nistisima” ][/sc]
Και, επιπλέον, μου αποκάλυψε και το “ἔνδυμα” της ψυχής μου». Το πρόσωπο του Γέροντα, ενώ έλεγε αυτά τα λόγια, ήταν χαριέστατο.
Και συνέχισε πάλι:
«Παιδί μου, παρακάλεσε τον Θεό να σου δείξει κι εσένα τον “νυμφωνα” της ψυχής σου!».
Η ασματική Νύμφη, η ψυχή, όταν έφυγε με τον λογισμό της από την γη, γιατί της είπαν ότι στον ουρανό υπάρχει ο Νυμφίος της, πήγε στους ουρανούς, και είπε στους αγγέλους:
–Παραμερίστε!… Παραμερίστε!…
–Τί θέλεις;…
–Θέλω τον Νυμφίο μου, λέει αυτή.
–Και, τι, Τον θέλεις;…
–Θέλω να Τον δω!…
Κι έδειξε το δακτυλίδι που της χάρισε ο Χριστός στην κουρά. Χάρηκαν τα τάγματα των Αγγέλων όταν είδαν το δακτυλίδι, όπως η Μεγαλομάρτυς και πάνσοφος Αγία Αικατερίνη.
Και όταν, κατόπιν, τους έδειξε και το Σχήμα το αγγελικό, «ἀνεβόησαν, κεκράγεσαν, ἐπήρθη τὸ ὑπέρθυρον ἐκ της βοης αὐτων», επειδή εισήλθε άνθρωπος στο τάγμα τους. Κι άρχισαν να αγκαλιάζουν την ασματική Νύμφη.
Ξαφνικά, σιώπησαν. Κι αυτό έγινε, γιατί ακριβώς διατάχθηκαν να σιωπήσουν. Και μία φωνή σαν «αὔρα λεπτὴ» ακούσθηκε [όπως διαβάζουμε και στον βίο του Προφήτη Ηλία, όπου, ούτε στην φωτιά, ούτε στον σεισμό ήταν ο Θεός, αλλά μέσα στην λεπτή αύρα (Γ΄ Βασ. 19, 11–12)]:
–Και, γιατί Με ζητάς εδώ;… Δεν ξέρεις ότι υπάρχω μέσα στην καρδιά σου;…
Ε, τότε, η ασματική Νύμφη συνήλθε, όπως ο θείος Αυγουστίνος, και είδε μέσα της Αυτόν για τον Οποίον έτρεχε στα βουνά και στα όρη να ζητήσει και τώρα Τον είδε μέσα της.
Όντως!
«Η Βασιλεία των Ουρανών βρίσκεται μέσα μας»! (Λουκ. 17, 21).