Ο όσιος Σεραφείμ φορούσε συνεχώς την ίδια απλή και ευτελή ενδυμασία: στο κεφάλι ένα φθαρμένο καλυμαύχι, στο σώμα παλαιωμένο λευκό ζωστικό, στα χέρια δερμάτινα γάντια και στα πόδια δερμάτινες κάλτσες και τσαρούχια.
Επάνω από το κοντόρασο, στο λαιμό του, κρεμόταν ο σταυρός με τον όποιο τον είχε ευλογήσει η μητέρα του προπέμποντάς τον από το σπίτι στο κοινόβιο.
Στους ώμους του έφερε δισάκι, όπου απαραιτήτως είχε το άγιο Ευαγγέλιο που του υπενθύμιζε ότι πρέπει να βαστάζει τον σωτήριο χρηστό ζυγό και το ελαφρύ φορτίο του Χριστού (Ματθ. 11:30).
Ο ένθερμος ασκητής του Κυρίου περνούσε τον χρόνο του σε αδιάλειπτη προσευχή και υμνωδία, σε ανάγνωση των ιερών βιβλίων και σε σωματικούς κόπους.
Τις παγερές ημέρες ο όσιος έκοβε με το τσεκούρι του κλαδιά και συγκέντρωνε χλωρά και ξερά ξύλα για να ζεσταίνει το φτωχό του κελί.
Το καλοκαίρι εργαζόταν στον μικρό του κήπο, τον όποιο καλλιεργούσε ο ίδιος, και τρεφόταν κυρίως από τα λαχανικά του.
Τις ζεστές καλοκαιρινές ημέρες πήγαινε σε ελώδεις περιοχές για να συλλέξει κάποιο χόρτο που χρησιμοποιούσε ως λίπασμα για τον κήπο του.
Σ’ αυτά τα έλη εισχωρούσε γυμνός, περιζωσμένος μόνο γύρω από την οσφύ. Κουνούπια και άλλα έντομα, που υπήρχαν άφθονα εκεί, τον κατάτρωγαν τόσο ώστε συχνά το σώμα του όχι μόνο πρηζόταν και μελάνιαζε αλλά και μάτωνε.
Ο ασκητής όμως του Θεού υπέμενε εκουσίως τις βασανιστικές αυτές πληγές χάριν του Κυρίου και μάλιστα χαιρόταν, διότι, όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα, «τα πάθη εκριζώνονται με κόπους και δεινοπαθήματα, είτε εκούσια είτε στελλόμενα από την Θεία Πρόνοια». Γι’ αυτό και ο ίδιος για την ασφαλή και ολοκληρωτική κάθαρση της ψυχής υπέμενε εκούσια δεινοπαθήματα.
Αφού μάζευε αυτό το ειδικό χόρτο, λίπαινε μ’ αυτό τον κήπο, τον έσπερνε, τον πότιζε, τον καθάριζε από τα ζιζάνια και μάζευε τα λαχανικά, δοξολογώντας ακατάπαυστα τον Θεό και εκφράζοντας την αγία του χαρά με ψαλμωδίες ιερών ύμνων.
Με τους ύμνους αυτούς δρόσιζε και κατάρτιζε το πνεύμα του εν μέσω των μονότονων σωματικών κόπων. Διαθέτοντας λαμπρή μνήμη και προσέχοντας με ευλάβεια από παιδί τις ιερές ακολουθίες, ο όσιος Σεραφείμ γνώριζε από μνήμης πλήθος εκκλησιαστικών ύμνων, που του άρεσε να τους ψάλλει εργαζόμενος στην ησυχία της ερήμου του.
Μερικοί άνθρωποι, οι πλησιέστεροι στον όσιο, παρατηρούσαν ότι πολλοί από τους ύμνους αυτούς αντιστοιχούσαν στον τόπο και το τρόπο της ασκήσεώς του.
Ιδιαιτέρως π.χ. του άρεσε να ψάλλει συχνά: «Την παγκόσμιον δόξαν» (αναστ. θεοτοκίο α’ ήχου) προς τιμήν της Θεοτόκου, την οποία θεωρούσε προστάτιδα της ερήμου του· «Τοις ερημικοίς άπαυστος ο θείος πόθος εγγίνεται, κόσμου ούσι του μάταιου εκτός» (α’ αντίφ. αναβαθμών α’ ήχου), αντίφωνο που διαζωγραφεί την ζωή του ερημίτη και αναπτερώνει την ψυχή του προς τα θεία· επίσης ύμνους, οι οποίοι ανάγουν την ψυχή του ανθρώπου στο μεγάλο έργο της αγάπης του Θεού και στην δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, όπως: «Ο εκ μη όντων τα πάντα παραγαγών, τα Λόγω κτιζόμενα, τελειούμενα Πνεύματι» (γ’ ωδή αναστ. κανόνος γ’ ήχου) ή «Ο πήξας επί του μηδενός την γην τη προστάξει σου» (γ’ ωδή αναστ. κανόνος πλ. α’ ήχου).
Έτσι λοιπόν, με πολύ κόπο και προσευχή, εργαζόταν στον κήπο, στις μέλισσες, στο δάσος, και βυθιζόταν σε τόσο υψηλή θεωρία των πνευματικών μυστηρίων, ώστε χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, διέκοπτε την εργασία, τα εργαλεία του έπεφταν από τα χέρια και το βλέμμα του έδινε στην μορφή του μία ιδιαίτερη χαρισματική έκφραση περισυλλογής.
Ο όσιος κατέβαινε στα βάθη της ψυχής του και με το νου του ανέβαινε στον ουρανό και μετεωριζόταν στην θεωρία του Θεού. Και αν συνέβαινε τις στιγμές αυτές να βρεθεί κάποιος κοντά του ή να περάσει δίπλα του, δεν τολμούσε να του διακόψει την ευλογημένη του ησυχία και ηρεμία, άλλα τον προσπερνούσε αθόρυβα.