Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἁπλοί ἄνθρωποι χαρακτηρίζουν τά Χριστούγεννα ὡς Πάσχα. Δέν κάνουν κάποιο λάθος, ἀλλά ἐκφράζουν τό βαθύτερο νόημα τῆς χριστιανικῆς ἑορτῆς ἡ ὁποία ἑνώνει τά γεγονότα τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας καί ἀναδεικνύει τή χαρά γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί μία κατά βάσιν εἶναι ἡ ἑορτή, τό γεγονός δηλαδή «τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως καί τῆς ἡμῶν θεώσεως». Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου καί τό Πάσχα «πέρας τῆς οἰκονομίας ἐστί. Πῶς δ’ ἄν ἐγένετο τό πέρας, εἰ μή ἡ ἀρχή καθηγήσατο; Τί τίνος ἐστίν ἀρχηγικώτερον; Ἡ γέννησις δηλαδή τῆς κατά τό πάθος οἰκονομίας». Μέ ἁπλούστερα λόγια οἱ δύο πυλῶνες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, Χριστούγεννα καί Πάσχα (κινητό καί ἀκίνητο ἑορτολόγιο), εἶναι ἀλληλένδετοι, διότι ἐάν δέν ἐγεννᾶτο ὁ Χριστός δέν θά ἀνίστατο. Ὁ Χριστός «εἶναι ὁ Λόγος-Δημιουργός διά τοῦ ὁποίου ἔγιναν τά πάντα καί εἶναι ὁ ἴδιος ἐπίσης πού ἔρχεται νά ἀναπλάσει τά πάντα στούς ἔσχατους καιρούς… Τά Χριστούγεννα στήν καρδιά τοῦ χειμώνα, εἶναι ἡ στιγμή ὅπου τό φῶς ἀρχίζει νά θριαμβεύει πάνω στό σκοτάδι, πράγμα πού συμβολίζει τήν ἐμφάνιση τοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης. Ἀντίθετα τό Πάσχα, στήν ἐαρινή ἰσημερία σημαίνει τόν θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἀναστάσεώς του».
Τήν ὡς ἄνω ἀλήθεια τοῦ ἑνιαίου θεολογικά καί ἀνθρωπολογικά χαρακτήρα Χριστουγέννων καί Πάσχα βιώνει ἡ ὀρθοδόξως πιστεύουσα ψυχή καί καταγράφει τόσο ἡ πατερική, ὅσο καί ἡ λειτουργική-ὑμνολογική μας παράδοση. «Χριστούγεννα: Πάσχα, ἑορταζόμενο ἐπί τρεῖς ἡμέρες» σημειώνεται σέ σλαβωνικά Τυπικά. Τά πατερικά κείμενα ἐπίσης προβάλλουν ἰδιαίτερα τό γεγονός ὅτι τό μυστήριο τοῦ σαρκωθέντος, σταυρωθέντος καί ἀναστάντος Χριστοῦ εἶναι ἕνα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος π.χ. γράφει ὅτι πανηγυρίζουμε κατά τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, δηλαδή τῶν Γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, διότι ἑορτάζουμε «ἐπιδημίαν Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, ἵνα πρός Θεόν ἐνδημήσωμεν ἢ ἐπανέλθωμεν». Ἡ ἐπάνοδος ὅμως στό παλαιό κάλλος, ἡ ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή μας προϋποθέτει καί τήν ἀπόθεση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τή συσταύρωση καί συνανάσταση μέ τό Χριστό· «Καί ὥσπερ ἐν τῷ Ἀδάμ ἀπεθάνομεν, οὕτως ἐν Χριστῷ ζήσωμεν, Χριστῷ καί συγγεννώμενοι καί συσταυρούμενοι καί συνθαπτόμενοι καί συνανιστάμενοι». Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐξηγεῖ ὅτι τά σμύρνα πού δίδονται ἀπό τούς Ποιμένες στόν τεχθέντα Κύριο προσφέρονται «ὡς ἀνθρώπῳ εἰς ἐνταφιασμόν». Ὁ μαθητής δέ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου Πρόκλος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ «ἐν τῇ γαστρί τῆς Παρθένου τό ἴδιον αὑτοῦ σῶμα, ὡς οἶδεν, ἑαυτῷ διαπλάσας, αὐτός καί ἐν τρισίν ἡμέραις, τήν λύσιν τῆς ψυχῆς αὑτοῦ ἀπό τοῦ ἰδίου σώματος πάλιν ἑνώσας, τήν ἑαυτοῦ ἀνάστασιν ἔδειξε».
Σέ λειτουργικό καθαρά ἐπίπεδο ἡ προεόρτιος καί μεθέορτος περίοδος τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς πρότυπο τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα πού εἶναι ἀρχαιότερη. Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Μεγάλη Ἑβδομάδα, Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί ὕμνοι ἀνάλογοι μέ τήν ἑορτή αὐτή. Ἀπό τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) ψάλλονται οἱ καταβασίες τῶν Χριστουγέννων «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε» καί τό κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται…». Ἀπό τήν 20ήν Δεκεμβρίου ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Χριστουγέννων, ὁπότε καί οἱ πιστοί προετοιμάζονται ἐντατικότερα γιά νά ὑποδεχθοῦν «τό ἐν σπηλαίῳ μέγα μυστήριον». Οἱ Τριώδιοι δέ Κανόνες πού ψάλλονται στά Ἀπόδειπνα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν μιμοῦνται τά τριώδια τῶν Ὄρθρων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος πρό τοῦ Πάσχα· «Τῷ τήν ἄβατον· κυμαινομένην θάλασσαν…», «Τῷ δόγματι τῷ τυραννικῷ, οἱ ὅσιοι τρεῖς Παῖδες μή πεισθέντες…» κ.λπ. Κατά τόν τύπον ἐπίσης τοῦ δοξαστικοῦ Τροπαρίου «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…» τῆς Θ΄ ὥρας τῆς Μ. Παρασκευῆς δημιουργήθηκε τό ἀντίστοιχο τροπάρο «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…» τῆς Θ΄ ὥρας κατά τήν παραμονή τῆς 25ης Δεκεμβρίου.
Τροπάρια ἐπίσης τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν ἄμεση σχέση ἀνάμεσα στά Χριστούγεννα καί τό Πάσχα. Χαρακτηριστικά στόν πρῶτον ὕμνο τῆς Θ΄ ὠδῆς τοῦ Ἀποδείπνου κατὰ τὴν Μ. Τετάρτη Ἑσπέρας σημειώνεται· «Τό μέγα μυστήριον, τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐπί τοῦ δείπνου, συνανακειμένου σου, τοῖς μύσταις φιλάνθρωπε, ἀνακαλύψας ἔφης· φάγετε ἄρτον τόν ζωτικόν, πίστει πίετε τό αἷμα κενωθέν, τῆς θεοπλεύρου σφαγῆς». Ὁ ἐν λόγῳ ὕμνος προβάλλει καί ἀναδεικνύει τή μεγάλη ἀλήθεια ὅτι τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τόσο ὡς γέννηση, ὅσο καί ὡς σταύρωση καί ἀνάσταση βιώνεται καθημερινά στή θεία Εὐχαριστία. Σ’ αὐτήν ἀνακεφαλαιώνεται ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καί κατά τήν τέλεσή της μυσταγωγούμεθα, ὅπως γράφει ὁ ἱερός Καβάσιλας, στό θαῦμα τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ θεία Εὐχαριστία-Λειτουργία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἑορτή στήν ὁποίαν ἐκφράζεται ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χαρά πού ἑδράζεται στήν ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν ἑορτή τῆς δικῆς μας σωτηρίας κατά τήν ὁποίαν ἑορτάζουμε «μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως».
Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ