Μια πλούσια και μορφωμένη κυρία γονάτισε μπροστά σ’ έναν έμπειρο και ευλαβή πνευματικό και με δάκρυα του είπε:
«Πάτερ μου, επιθυμώ να επιστρέψω στον Θεό μου, αλλά δεν μπορώ, δεν μπορώ! Η αγάπη του κόσμου με εξουσιάζει, οι κακές διασκεδάσεις με αιχμαλωτίζουν, τα πάθη μου με παρασύρουν. Λυπηθείτε με!
Δοκίμασα την ιερή Εξομολόγηση, αλλά είμαι διαρκώς η ίδια!
Μου είπαν να φύγω από τον κόσμο. Το έκανα. Αλλά ύστερα από λίγες εβδομάδες και πάλι η ίδια θλιβερή κατάσταση.
Μου είπαν να κάνω ελεημοσύνες. Και αυτές έγιναν. Αλλά οι αδυναμίες μου συνεχίζονται.
Μου είπαν να παρακαλέσω την Παναγία. Την παρακάλεσα θερμά. Ίσως η Παναγία μ’ έστειλε σε σάς σαν τελευταίο καταφύγιο. Τι πρέπει να κάνω για να βρω τη σωτηρίας μου;».
Ο ιερέας άκουσε σιωπηλά την εξομολόγηση της κυρίας, κατέβασε το κεφάλι σκεπτικός και της είπε μία λέξη: «Η θλίψη!», δηλαδή αυτό υπολείπεται για τη σωτηρία σας.
Ύστερα από καιρό επέστρεψε η κυρία μαυροφορεμένη, καταβεβλημένη, δακρυσμένη αλλά αναπαυμένη. Είχε χάσει τα πάντα: πλούτη, υγεία, συγγενείς. Είχε βρει το Θεό!
Ο πόνος μας μεταδίδει τρόμο. Είναι όμως δώρο της θείας ευσπλαχνίας. Τρέχει σαν μυστικός απεσταλμένος του Θεού πίσω από κάθε πλανεμένη ψυχή για να την επαναφέρει κοντά Του.