Με βαρειά ασθένεια έπεσε στο κρεββάτι ο επίσκοπος της ιταλικής πόλεως Ρεάτε Πρόβος. Ο πατέρας του έσπευσε να συγκεντρώση γιατρούς. Εκείνοι όμως, μόλις έπιασαν τον σφυγμό του, γνωμάτευσαν πως σύντομα θα πεθάνη.
Όταν έφθασε η ώρα του φαγητού, ο ασθενής επίσκοπος, μεριμνώντας για τους άλλους μάλλον παρά για τη δική του υγεία, παρώτρυνε τους παρευρισκομένους, ν’ ανεβούν μαζί με τον γέροντα πατέρα του στον άνω όροφο του επισκοπείου και εκεί να φάνε για ν’ αναλάβουν δυνάμεις. Μόνον ένα μικρό παιδί απέμεινε κοντά στον ασθενή.
Ξαφνικά το παιδί αντίκρυσε κάποιους άνδρες να μπαίνουν μέσα και να κατευθύνωνται προς τον επίσκοπο, ντυμένοι με λαμπρές λευκές στολές! Το φως του προσώπου τους υπερέβαλλε τη λάμψι των ενδυμάτων τους. Κατάπληκτο από τη λαμπρότητα της ακτινοβολίας τους το παιδί άρχισε να κραυγάζη. Από τις κραυγές ανασηκώθηκε ο ασθενής, κοίταξε και αναγνώρισε αυτούς που είχαν μπει μέσα. Άρχισε λοιπόν να καθησυχάζη το παιδί που φώναζε.
– Μη φοβάσαι. Να, ήρθαν σε μένα ο άγιος Ιουβενάλιος και ο άγιος Ελευθέριος οι μάρτυρες!
Αυτό όμως μη αντέχοντας την εξαίσια οπτασία, έφυγε γρήγορα και ανήγγειλε το θέαμα που είδε στον πατέρα του επισκόπου και στους γιατρούς. Κατέβηκαν γρήγορα, αλλά βρήκαν τον άρρωστο νεκρό. Είχαν παραλάβει την ψυχή του οι άγιοι επισκέπτες!
(Βίοι αγνώστων ασκητών)
(“Χαρίσματα και Χαρισματούχοι”, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 208)