Το 1900 ένας νεαρός ζαχαροπλάστης από τη Θεσσαλονίκη, ο Αστέριος, μετανοώντας για την αμαρτωλή του ζωή, αποφάσισε να ντυθεί το μοναχικό σχήμα και να εγκαταβιώσει στην αγιορείτικη Μονή Διονυσίου. Ως δόκιμο τον έστειλαν στο Μονοξυλίτη, μετόχι της μονής μέσα στο Άγιο Όρος.
Οι γονείς του όμως από τη Θεσσαλονίκη, ανάστατοι και καταπικραμένοι από το διάβημα του γιου τους, κίνησαν γη και ουρανό για να τον… «σώσουν», να τον ξαναφέρουν δηλαδή στο κόσμο! Δεν δίστασαν μάλιστα να ζητήσουν και τη βοήθεια του σατανά, καταφεύγοντας σε μαγείες.
Ο Αστέριος άρχισε ξαφνικά να αισθάνεται κάποια πίεση, σαν κάτι να έσφιγγε καταθλιπτικά την καρδιά του. Και όπως δεν ήταν αμύητος σε τέτοιου είδους θέματα, γιατί και ο ίδιος στη κοσμική ζωή του είχε σχέσεις με μάγους, συμπέρανε με ακρίβεια τις ενέργειες των γονιών του.
Τον κυρίεψε αγωνία που γινόταν όλο και πιο έντονη. Από εσωτερική ανάγκη πύκνωνε την προσευχή, ζητούσε τη βοήθεια του Θεού, υπογράμμιζε με πόνο στο «Πάτερ Ημών» το «ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Οι άλλοι αδερφοί στο Μονοξυλίτη δεν είχαν υποψιαστεί ακόμα το παραμικρό.
Ένα πρωινό, όμως, μετά την ακολουθία, δέχονται ξαφνικά από πάνω, από το δάσος, πετροβολισμούς! Ευτυχώς που κανένας τους, καθώς και κανένα από τα πράγματα του μετοχιού δεν έπαθε κακό.
Άφησαν να περάσει λίγη ώρα. Κάποιοι περαστικοί, φαίνεται, είχαν όρεξη γι’ αστεία. Σαν ξεκίνησαν, όμως, για τις εργασίες τους οι πετροβολισμοί τούς πήραν από πίσω. Έτρεξαν τότε φοβισμένοι και κλείστηκαν στην εκκλησία. Δεν τολμούσαν να βγουν από κει, γιατί αμέσως άρχιζε το πετροβόλημα.
Ύστερα από σχετική αίτηση του οικονόμου του μετοχιού γερο-Δωρόθεου, ήρθε απόσπασμα σεϊμένηδων (χωροφυλάκων) από τις Καρυές. Με έρευνες και ομαδικούς πυροβολισμούς προς το μέρος απ’ όπου έρχονταν οι πέτρες, κατάλαβαν πως δεν ήταν επίβουλοι άνθρωποι. Έτσι βεβαιώθηκαν πια πως είχαν να κάνουν με αόρατους εχθρούς.
Τότε πήρε το λόγο ο δόκιμος Αστέριος και έριξε φως στην υπόθεση.
– Εγώ είμαι η αιτία του κακού! Για να πεισθείτε, αφήστε με να βγω μόνος μου έξω. Θα δείτε τότε πως οι πέτρες θα στραφούν εναντίον μου.
Και πραγματικά έτσι έγινε. Οι πέτρες, χωρίς να τον χτυπούν, έπεφταν γύρω του. Μα το πιο παράδοξο ήταν πως όταν έφτανε στο εκκλησάκι του Αγίου Αρτεμίου, από το δρόμο που οδηγεί στον κόσμο, οι πετροβολισμοί σταματούσαν για να ξαναρχίσουν όταν γύριζε στο μετόχι!
Μετά τη διαπίστωση αυτή, τον απομόνωσαν στο ναό. Οι δόκιμοι και οι νέοι μοναχοί είχαν τρομοκρατηθεί, γι’ αυτό ο γερο-Δωρόθεος ζήτησε με επιστολή βάρκα από το μοναστήρι για να παραλάβει τον Αστέριο.
Όταν σε λίγες μέρες ήρθε η βάρκα, ο νέος και ο συνοδός του παπα-Μάρκος, εφημέριος του Μονοξυλίτη, κατέβηκαν στη παραλία χωρίς προβλήματα. Μόλις, όμως, μπήκαν στη βάρκα, άρχισαν να πέφτουν βροχή οι πέτρες μπροστά τους.
Οι βαρκάρηδες τα χρειάστηκαν. Τράβηξαν στ’ ανοιχτά, αλλά οι πέτρες έφταναν και εκεί. Ο ευλαβέστατος παπα-Μάρκος σηκώθηκε, έβαλε το πετραχήλι του και άρχισε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Αμέσως έπαψε η δαιμονική ενέργεια. Έτσι έφτασαν ήσυχοι στη μονή.
Μερικοί δύσπιστοι πατέρες, που είχαν πληροφορηθεί τα γεγονότα, ειρωνεύτηκαν τον παπά:
– Πού είναι οι πέτρες; Να, δεν γίνεται τίποτα! Ψευδαισθήσεις ήταν όλα…
Αλλά την ίδια στιγμή τους αποστόμωσε ένας πετροβολισμός, που ήρθε από την κορυφή του διπλανού πύργου!
Στο μεταξύ είχε επιδεινωθεί και η υγεία του Αστέριου. Ένιωθε ένα σφίξιμο στο λαιμό και είχε τάση εμετού. Γι’ αυτό και δεν κοινωνούσε.
Η σύναξη των γερόντων της μονής, που συνήλθε χωρίς καθυστέρηση, πήρε την απόφαση να σταλεί ο δόκιμος στον περίφημο πνευματικό παπα-Σάββα τον Μικραγιαννανίτη (1821-1908). Αποτελούσε γενική πεποίθηση των Αγιορειτών πατέρων, ότι οι προσευχές του πνευματοφόρου παπα-Σάββα μαστίγωναν τα πονηρά πνεύματα και τα έτρεπαν σε φυγή.
Η Καλύβη της Αναστάσεως, όπου έμενε ο πνευματικός, πέρασε τρία μερόνυχτα συνταρακτικά. Από την ώρα που μπήκε εκεί ο Αστέριος, προπαντός τις νύχτες, πελώριες πέτρες άρχισαν να κόβονται από τους γειτονικούς βράχους, να περνούν πάνω και δίπλα από την καλύβη και με τρομακτικό πάταγο να γκρεμίζονται στο διπλανό βάραθρο, προς τη θάλασσα. Άγριες φωνές τάραζαν την περιοχή. Φοβερές βλαστήμιες μόλυναν τον αέρα.
Ο παπα-Σάββας, παρά τα γεράματά του, επιδόθηκε σε τέλεια νηστεία και αδιάλειπτη προσευχή για τρεις μέρες. Και την τέταρτη διάβασε στον Αστέριο την εξορκιστική ευχή:
– «Εξορκίζω σε… πνεύμα ακάθαρτον… κατά του Θεού του τα πάντα λόγω κτίσαντος και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού… φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον από του δούλου του Θεού Αστερίου… Άπελθε εις γην άνυδρον, έρημον, αγεώργητον…»
Αυτό ήταν! Ο Αστέριος έβηξε δυνατά. Από το στόμα του πετάχτηκε κάτι σαν ζώο, σαν αλεπού, που, αφού αγριοκοίταξε τον πνευματικό και έτριξε τα δόντια του, έγινε άφαντο. Το είδαν καθαρά και οι τέσσερις υποτακτικοί του παπα-Σάββα, που παραβρίσκονταν εκεί, οι πατέρες Ονούφριος, Ιλαρίων, Πέτρος και Σάββας.
Ο δόκιμος ηρέμησε και ανάσανε με ανακούφιση. Γεμάτος ευγνωμοσύνη έπεσε στα πόδια του πνευματικού και τα ‘βρεξε με δάκρυα χαράς.
– Άγιε του Θεού, αναφώνησε, μ’ έσωσες! Έγινα καλά. Το φρικτό βάρος έφυγε από πάνω μου. Πώς να σ’ ευχαριστήσω;
Την άλλη μέρα, στη Λειτουργία, κοινώνησε. Ο παπα-Σάββας τον κράτησε δυο-τρεις μέρες κοντά του και ύστερα του σύστησε να πάει στις Καρυές και να ζήσει μόνος του σ’ ένα κελλί με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή.
Πραγματικά ο Αστέριος, που ονομάστηκε Αθανάσιος στη μοναχική του κουρά, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σ’ ένα ταπεινό καλυβάκι της Μονής Κουτλουμουσίου, ξεχωρίζοντας για την ευλάβεια, την ταπείνωση και την ασκητικότητά του. Κοιμήθηκε οσιακά στις 7 Αυγούστου του 1945.
Από το βιβλίο: Οι δαίμονες και τα έργα τους. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2011, σελ. 468.