Οι εποχές αλλάζουν, η Θεσσαλονίκη αλλάζει πρόσωπο, μα οι Ναοί, τα τείχη και τα κάστρα της πόλης είναι ο πυρήνας της αληθινής της ταυτότητας
Τα τείχη της Θεσσαλονίκης
Οι εποχές αλλάζουν, η Θεσσαλονίκη αλλάζει πρόσωπο, μα τα τείχη και τα κάστρα της πόλης είναι το σταθερό σκηνικό της. Δημιουργήματα του παρελθόντος, που γύρω τους διαδραματίζονται γεγονότα καθώς ο χρόνος κυλά.
Τα Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης, αποτελούν σημαντικό τμήμα οχύρωσης, τεράστια ιστορική κληρονομιά και αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού της πόλης. Η Βυζαντινή αρχιτεκτονική τους είναι μοναδική. Τα τείχη που απαρτίζουν κατά μήκος την πόλη της Θεσσαλονίκης έχουν περίπου 5 χιλιόμετρα περίμετρο και το ύψος τους κυμαίνεται από 9 μέτρα ως 10,50 μέτρα. Το χτίσιμο τους περιβάλλεται από επαναλαμβανόμενες σειρές τούβλων και πετρωμάτων διακοσμημένα με Σταυρούς, αρχαιοελληνικά σύμβολα όπως η απεικόνιση του ήλιου η ρόμβους.
Αυτό που λέμε σήμερα «Κάστρα της Θεσσαλονίκης» είναι μέρος μόνο της παλιάς οχύρωσης. Στην αρχική τους μορφή, τα τείχη και τα κάστρα της Θεσσαλονίκης περιέβαλλαν ολόκληρη την πόλη, συμπεριλαμβανομένης της πλευράς που βρέχεται από τη θάλασσα. Η σχεδίαση και η τεχνολογία των τειχών τα κάνει να μοιάζουν πολύ με τα βυζαντινά τείχη της Κωνσταντινούπολης, αν και βέβαια το μέγεθος διαφέρει.
Οι πρώτες οχυρώσεις δημιουργήθηκαν με την ίδρυση της πόλης κατά τους ελληνιστικούς χώρους αλλά η σημερινή μορφή των κάστρων είναι στο μεγαλύτερο μέρος κατασκευή του 4ου μ.Χ. αιώνα.
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 316 π.Χ. από έναν από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον Κάσσανδρο. Ο Κάσσανδρος για να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο της Μακεδονίας, παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες, που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο.
Οι πρώτες οχυρώσεις της πόλης ξεκίνησαν λίγο μετά την ίδρυσή της, τον 3ο π.Χ. αιώνα. Η ύπαρξη των τειχών πιστοποιείται συν τοις άλλοις από ένα ιστορικό γεγονός: Το 279 π.Χ.,όταν οι Κέλτες άρχισαν επιδρομές στην Ελλάδα, αναχαιτίστηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν προς νότο, στους Δελφούς και την Αιτωλία. Το μέγεθος και η έκταση της ελληνιστικής αυτής πόλης δεν έχουν ανιχνευθεί ακόμη επαρκώς. Ελάχιστες αρχαιολογικά αξιοποιήσιμες ενδείξεις και ιστορικές μαρτυρίες σώθηκαν για το αρχικό περιτείχισμα της πόλης και τις πρώιμες ρωμαϊκές φάσεις του.
Η νέα οχύρωση της πόλης φαίνεται πως ολοκληρώθηκε από τα τέλη του 3ου αιώνα έως και τον 5ο αι. Το τείχος, εξαιρετικά φροντισμένο και πιο σύνθετο ως προς τη δομή, τα υλικά και την οχυρωματική λειτουργία του, ενσωμάτωσε σταδιακά ως εσωτερικό αντέρεισμα το ρωμαϊκό τείχος.Την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-336) η Θεσσαλονίκη έγινε μεγάλη ναυτική βάση και το λιμάνι διαπλατύνθηκε και επεκτάθηκε.
Επί Ιουλιανού (361-363), τα τείχη της πόλης επισκευάστηκαν, καθώς ο αυτοκράτορας διέταξε την ενίσχυση όλων των οχυρών της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και της Ιλλυρίας για την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών.
Είναι γεγονός πως οι αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές στους επόμενους αιώνες έκανε επιτακτική την ανάγκη για συνεχή συντήρηση και ενίσχυση των τειχών. Πάντως το αρχικό περίγραμμα δεν άλλαξε ιδιαίτερα στο πέρασμα των αιώνων. Την ιστορία των βυζαντινών οικοδομικών επεμβάσεων μαθαίνουμε από τις διάφορες επιγραφές που σώθηκαν στα τείχη και λιγότερο από τις ιστορικές πηγές.
Η μεγάλη ανοικοδόμηση των τειχών έγινε στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα, επί βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου Α’ από τον Ορμίσδα όπως μας πληροφορεί μια επιγραφή μήκους 9 μέτρων και 3 σειρών (από τις οποίες αναγνώσιμη είναι μόνο η δεύτερη σειρά), κοντά στον ομώνυμο πύργο του ανατολικού τείχους, όπου διακρίνεται η φράση: «Τείχεσιν άρρηκτοι Ορμίσδας εξετέλεσε την δε πόλιν…». Ήταν δε ο Ορμίσδας ο περσικής -μάλλον- καταγωγής επικεφαλής της αιγυπτιακής φρουράς της πόλης.
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, οι επιδιορθώσεις και οι ανακατασκευές των τειχών κρίθηκαν αναγκαίες μετά από τις επίμονες επιθέσεις και πολιορκίες από Αβάρους και Σλάβους. Υπάρχει και μια επιγραφή με την αναφορά Επί του αγιοτάτου Αρχιεπισκόπου Ευσέβιου εγένετο ορισμός αυτού, που μας πληροφορεί πως προσθήκη έγινε όταν αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Ευσέβιος, ο οποίος αγωνίστηκε για την ενίσχυση της οχύρωσης κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μαυρίκιου, όταν η πόλη πολιορκούνταν από τους Σλάβους. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη από τους Σλάβους κατ’ επανάληψιν εκείνη την περίοδο, ενώ τότε γεννήθηκε και ο θρύλος του Αγίου Δημητρίου ως προστάτη της πόλης, καθόσον και στις 2 πολιορκίες των Σλάβων θεωρείται ότι έσωσε την πόλη, με την οπτασία του έφιππου Αγίου να εμψυχώνει τους υπερασπιστές.
Στη συνέχεια, τα τείχη παραμελήθηκαν εξαιτίας της μακροχρόνιας περιόδου ειρήνης τον 8ο και 9ο αιώνα. Οι συνέπειες έγιναν αντιληπτές όταν επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί το 904. Οι Βυζαντινοί είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να γίνουν επισκευές, αλλά οι εργασίες συνεχίζονταν ακόμη στα τείχη, όταν ο στόλος των Σαρακηνών, υπό τη διοίκηση του εξωμότη Λέοντα του Τριπολίτη, εμφανίστηκε στον Θερμαϊκό. Η συνέχεια είναι γνωστή: Η πόλη λεηλατήθηκε, οι άμαχοι σφαγιάστηκαν και 22000 αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ανατολή με σκοπό την πληρωμή λύτρωνε. Ευτυχώς που οι Σαρακηνοί, όντας απλώς πειρατές, έφυγαν σύντομα μετά το πλιάτσικο. Η πόλη ανασυντάχθηκε και συνέχισε την ανοδική πορεία της για άλλους τέσσερις αιώνες.
Μια επιγραφή στη δυτική πύλη της Καλαμαριάς δίνει πληροφορίες για τις επισκευές που έγιναν στα τείχη τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (Βασίλειος Β΄, 976-1025). Εκείνη τη περίοδο η κύρια απειλή για την αυτοκρατορία ήταν οι Βούλγαροι.Όταν οι Νορμανδοί το 1185 επιτέθηκαν με μια τεράστια δύναμη στη Θεσσαλονίκη, τα θαλάσσια τείχη ήταν σε άριστη κατάσταση, αλλά υπήρχαν αδύναμα σημεία στη δυτική πλευρά των τειχών. Οι Νορμανδοί το εκμεταλλεύτηκαν και η πόλη υπέστη ακόμα μία ιστορική λεηλασία.
Το 1355 μ.Χ, η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα ξεκίνησε εκστρατεία κατά του Κατακουζηνού, επιδιορθώνοντας ένα μεγάλο μέρος των τειχών, δημιουργώντας δύο πύλες στα τείχη στην μία εκ των οποίων επιγραφή μας πληροφορεί για το έργο αναφέροντας:
Ανεγέρθη η παρούσα πύλη ορισμό της κραταιάς και Αγίας ημών κυρίας και Δεσποίνης κυράς Άννης της Παλαιογίνης υπηρετήσαντος καστροφύλακος Ιωάννου Χαμαέτου του Κοιαιστόρως τω ΣΩΔΞ΄ έτη ινδικτιώνι Θ΄, ενώ η επιγραφή στην βόρεια πλευρά μας πληροφορεί για την αποπεράτωση του έργου αναφέροντας συγκεκριμένα Σθένει Μανουήλ του κρατίστου Δεσπότου έγειρε τον δε πύργον συν τω τειχίω Γεώργιος Δουξ απόκαυκος εκ βάθρων σθένει Μανουήλ του Καρτίστου.
Η τελευταία βυζαντινή παρέμβαση έγινε πιθανότατα επί Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου στο διάστημα 1369-1373, όταν διοικούσε την πόλη ως δεσπότης.
Στη διάρκεια της Ενετικής κατοχής (1423-1430) δεν έγιναν οι απαραίτητες επισκευές στα τείχη, κρίνοντας από τους πολίτες οι οποίοι έκαναν εκκλήσεις στη Βενετία για το πρόβλημα. Η αδιαφορία των Βενετών ήταν πραγματικά αδικαιολόγητη, δεδομένου όταν ο Μουράτ και ο πολυάριθμος στρατός του είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της πόλης.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη το 1430 και παρέμειναν εκεί για 5 σχεδόν αιώνες. Οι δικές τους προσθήκες στα τείχη ήταν ο σημερινός Λευκός Πύργος, στη βόρειο-δυτική πλευρά ο Πύργος Τριγωνίου και ο κεντρικός Πύργος στο Επταπύργιο. Οι δύο πρώτοι πρέπει να έχουν χτιστεί αμέσως μετά τη Τουρκική κατάσταση και ο τρίτος το 1431, καθώς μαρτυρά η τουρκική επιγραφή. Τελευταία προσθήκη στην περίμετρο των τειχών, στη νοτιοδυτική απόληξη τους, αποτέλεσε το φρούριο Βαρδαρίου, που κατασκευάσθηκε επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς για την ενίσχυση του λιμανιού
Με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου τα τείχη έχασαν σταδιακά την οχυρωματική τους σημασία και τον 19ο αιώνα θεωρήθηκαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης. Με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους το 1870 και τις καθαιρέσεις εν συνεχεία τμημάτων του ανατολικού και δυτικού τείχους ως τις αρχές του 20ου αιώνα συντελέστηκε η καταστροφή της μισής σχεδόν περιμέτρου των τειχών της Θεσσαλονίκης.
Η πόλη ξανάγινε Ελληνική το 1912. Αλλά τότε πλέον τα τείχη δεν εξυπηρετούσαν κανένα στρατιωτικό σκοπό ενώ ένα μεγάλο μέρος είχε ήδη κατεδαφιστεί από τους Τούρκους τις προηγούμενες δεκαετίες.
Καστρολόγος – Τα κάστρα της Ελλάδας
πηγή