ΟΙ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ

Δεν καυχιέται μόνο η Νεοκαισάρεια για τον ένδοξο ιεράρχη της Γρηγόριο τον θαυματουργό (περ. 213–270), αλλά και η αγία Λαύρα των Σπηλαίων για τον ομώνυμό του θαυματουργό όσιο. Ο μακάριος Γρηγόριος ήρθε στον όσιο Θεοδόσιο, όταν εκείνος έχτιζε το μοναστήρι των Σπηλαίων. Αφού έλαβε το μοναχικό σχήμα, διδάχτηκε από τον όσιο την ακτημοσύνη, την εγκράτεια των παθών, την υπακοή και τις άλλες αρετές. Ο φιλόθεος Γρηγόριος, όμως, έδειξε ιδιαίτερη κλήση και αγάπη στην καλλιέργεια της Προσευχής.

[sc name=”nistisima” ][/sc]

Έτσι, με την ακρίβεια της μοναχικής του βιοτής, τους κόπους και τα πνευματικά του παλαίσματα, από πολύ νωρίς στολίστηκε με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και αξιώθηκε να επιτελεί ποικίλα θαύματα στο όνομα του Χριστού, χάρη στα οποία αποκλήθηκε θαυματουργός. Ιδιαίτερο χάρισμα του έδωσε ο Θεός εναντίον των πονηρών πνευμάτων, που τα επιτιμούσε και τ’ απομάκρυνε από τους ανθρώπους με προσευχές και εξορκισμούς. Συχνά, του έφερναν δαιμονισμένους για να τους θεραπεύσει. Γνωρίζοντας οι δαίμονες τη δύναμη αυτού του χριστοφόρου οσίου, φώναζαν από μακριά:
–Αλίμονό μας, Γρηγόριε! Θα μας διώξεις με την προσευχή σου!
Και, πράγματι, σε λίγο εξαφανίζονταν ουρλιάζοντας σαν πληγωμένοι από τα φλογισμένα βέλη της πύρινης προσευχής του μακαρίου.

Ο επίβουλος διάβολος δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους συνεχείς εξευτελισμούς από τον άνθρωπο του Θεού. Αλλά και δεν μπορούσε να τον βλάψει, γιατί ήταν ασφαλισμένος με τα τείχη της δικής του ταπεινώσεως και της χάριτος του Κυρίου.

Έστειλε τότε εναντίον του δυο κακοποιούς, που βάλθηκαν να ληστέψουν τα λιγοστά υπάρχοντά του. Αλλά, τι είχε ο όσιος στο κελί του; Τίποτε άλλο, εκτός από τα βιβλία που μελετούσε νύχτα και μέρα, στα διαστήματα ανάμεσα στις προσευχές του. Οι κακοποιοί θέλησαν να κλέψουν αυτά τα βιβλία και να τα πουλήσουν. Ήρθαν αθόρυβα μια νύχτα, πιστεύοντας πως ο όσιος κοιμάται και κρύφτηκαν μέσα στο σκοτεινό κελί του. Περίμεναν να πάει ο γέροντας στην εκκλησία για τον όρθρο κι έπειτα να γδύσουν το κελί με την ησυχία τους.

Ο όσιος, που ήταν γονατισμένος μες στο σκοτάδι και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος, αντιλήφθηκε την παρουσία τους. Ούτε κινήθηκε όμως, ούτε μίλησε. Τους άφησε να «κρυφτούν» και, μετά, θέλοντας να τους οδηγήσει σε συναίσθηση και μετάνοια, προσευχήθηκε δυνατά:
–Κύριέ μου, κοίμισε τους δούλους Σου, που ήρθαν μάταια εδώ, κάνοντας το θέλημα του εχθρού Σου διαβόλου!

Και τότε, ω, του θαύματος! Οι κλέφτες έπεσαν αυτοστιγμεί σε βαθύ ύπνο. Έμειναν εκεί, σε μια γωνιά του κελιού του οσίου Γρηγορίου, κοιμισμένοι για πέντε ολόκληρες μέρες!

Τότε ο όσιος κάλεσε όλους τους αδελφούς και μπροστά τους απευθύνθηκε στους ληστές:
–Μα, καλά! Ως πότε θα παραφυλάτε για ν’ αρπάξετε τα πράγματά μου; Άντε, καιρός είναι να πηγαίνετε στα σπίτια σας. Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού ξυπνήστε και φύγετε!
Αμέσως εκείνοι ξύπνησαν. Ήταν ανίκανοι όμως να σηκωθούν. Όχι τόσο από την έκπληξη και το φόβο, όσο από την εξάντληση που είχαν εξαιτίας της αναγκαστικής πενταήμερης ασιτίας.
Ο όσιος τούς έδωσε καλοσυνάτα άφθονη τροφή, τους περιποιήθηκε και τους άφησε να φύγουν.

Το περιστατικό εκείνο έγινε γνωστό και στο Κίεβο. Όταν το πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να φυλακίσουν τους επίδοξους κλέφτες. Ο δε φιλάνθρωπος Γρηγόριος πολύ λυπήθηκε γι’ αυτό. Πήγε αμέσως ο ίδιος στον άρχοντα, του δώρισε μερικά από τα βιβλία του και τον παρακάλεσε να ελευθερώσει για χάρη του τους δυο φυλακισμένους. Έτσι κι έγινε. Αλλά και τα υπόλοιπα βιβλία του τα πούλησε ο όσιος και μοίρασε το αντίτιμό τους στους φτωχούς. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα.
–Ο Θεός θα οικονομήσει τη σωτηρία μου και χωρίς βιβλία, είπε στους αδελφούς. Τα πούλησα, για να μη βάζω τους ανθρώπους σε πειρασμό κλοπής. Άλλωστε και ο Κύριος το είπε: «Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα χρήματα στους φτωχούς. Αποκτήστε πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, μόνιμα πλούτη στον κόσμο του Θεού, όπου ούτε κλέφτης τα αγγίζει ούτε σκόρος τα καταστρέφει» (βλ. Λουκ. 12, 33–34).

Κατάπληκτοι οι κλέφτες από την αγάπη του Γρηγορίου και τη θαυματουργική του δύναμη, μετανόησαν κι έμειναν στη Μονή των Σπηλαίων, όπου βοηθούσαν τους πατέρες στις αγροτικές εργασίες. Κι εκείνοι τους έδιναν την αμοιβή του τίμιου κόπου τους, με την οποία έτρεφαν από τότε τις οικογένειές τους…

«Πατερικόν
των Σπηλαίων του Κιέβου»,
Μέρος 2ο, κεφ. 5ο, σελ. 170–173