Συζητούσα μια μέρα με τον Γέροντα Πορφύριο για τις αιρέσεις κι εκείνος μου διηγήθηκε:
«Μια φορά ήλθε σε μένα μια καλή κοπέλα, μορφωμένη, από καλό σπίτι και χριστιανή, πήγαινε μάλιστα και σε χριστιανική οργάνωση. Μου είπε ότι της προξενεύουν έναν πολύ καλό κύριο, σοβαρό, πλούσιο, μορφωμένο, μόνο πού ήταν μασόνος. Με ρώτησε τι να κάνει. Της είπα να μην τον πάρει, αφού ήταν μασόνος. Άρχισε να μου λέει, ότι είναι πολύ καλός χαρακτήρας και γι’ αυτό θα μπορέσει να τον προσελκύσει στο Χριστό. Της είπα ότι δε θα μπορέσει να πετύχει τίποτε. Δε με άκουσε και τον παντρεύτηκε. Από τότε δεν ξαναήρθε για πολλά χρόνια…
Ώσπου μια μέρα, έφθασε με τον άνδρα της και το παιδί της. Μπήκε μόνη της στο κελί μου. Τη ρώτησα, πώς τα περνάς; Μου είπε καλά. Κάθε πότε πηγαίνεις για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία; Περίπου κάθε χρόνο. Κάθε πότε πάς στην Εκκλησία; Κάπου κάπου, αραιά. Τη ρώτησα και μερικά άλλα και πήρα ανάλογες απαντήσεις. Της λέω: Φώναξε τον άνδρα σου. Ήρθε ο άνδρας της με το παιδί τους. Είπα στον άνδρα της: Ξέρεις, η γυναίκα σου, πριν σε παντρευτεί, με βεβαίωσε ότι θα σε κάνει χριστιανό, αλλά βλέπω, ότι εσύ την έκανες μασόνα».
Γέροντα, ρώτησα, πώς πίστεψε αύτη η γυναίκα ότι θα κάνει το μασόνο χριστιανό, αφού η μασονία πολεμά ανοιχτά το χριστιανισμό; Μου απάντησε: «Όχι, αυτό τον πόλεμο τον κάνουν οι άλλοι. Οι μασόνοι κάνουν κρυφό πόλεμο, γι’ αυτό είναι επικίνδυνοι. Δε σου λένε μη κάνεις το σταυρό σου, μη πάς στην Εκκλησία, στην εξομολόγηση. Σου λένε πήγαινε, αλλά έλα και σε μας. Σέ επηρεάζουν σιγά σιγά, έτσι πού να μην καταλάβεις ότι, από κάποια στιγμή και μετά, έπαψες στην πραγματικότητα να είσαι χριστιανός και έγινες μασόνος».
Ο Γέροντας γνώριζε, όχι μόνο το περιεχόμενο των αιρέσεων, αλλά καί «τάς μεθοδείας του διαβόλου», και εφιστούσε την προσοχή των χριστιανών, για να μην παγιδευτούν καί ηττηθούν στον αγώνα τους «προς τάς αρχάς, προς τάς εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις».
(Από το βιβλίο: «Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο» του Κ. Γιαννιτσιώτη)