Οι συγκλονιστικές εμφανίσεις του Αγίου Παϊσίου στην μακαριστή Σωτηρία Νούση
Η Σωτηρία Νούση, ασκήτρια στον κόσμο και ο Άγιος Παΐσιος
«Για τον Όσιο Παΐσιο άκουσα για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια μέσα στο τραίνο, όπου συνταξίδευα με μια παρέα φοιτητών. Επέστρεφαν από το Άγιον Όρος, φαίνονταν ενθουσιασμένοι και μιλούσαν συνέχεια για την αγιοσύνη και την διορατικότητα του π. Παϊσίου. Επιθύμησα να γνωρίσω και εγώ τον Γέροντα και ρώτησα:
– Παιδιά, αυτόν τον Γέροντα δεν μπορώ να τον γνωρίσω κι΄εγώ ;
—Όχι, εσείς δεν μπορείτε να πάτε στο Άγιο Όρος.
-Έξω δεν βγαίνει;
-Δεν γνωρίζομε. Εμείς πηγαίνομε στο Κελί του Τιμίου Σταυρού κοντά στην Σταυρονικήτα.»
Παρέμεινε για πολλά χρόνια ανεκπλήρωτη η επιθυμία μου να γνωρίσω τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο και όταν αργότερα πήγα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και επέστρεψα στην Αθήνα, προσευχήθηκα ( στον Θεό και είπα ):
«Κύριε μου, θέλω εάν είναι ευλογημένο, να γνωρίσω τον πάτερ Παΐσιο, όποτε Εσύ θέλεις, εγώ θα περιμένω…»
Την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1978, με πήρε τηλέφωνο μια γνωστή μου δασκάλα και μου είπε, ότι αύριο θα πάνε σε ένα γνωστό μας Μοναστήρι, αν θέλω να πάω μαζί τους. Απάντησα ότι δεν μπορώ, γιατί είχα κάποια εργασία.
Το βράδυ της Πρωτομαγιάς, με πήρε πάλι τηλέφωνο η δασκάλα και μου είπε, ότι πήγαν στο Μοναστήρι και εκεί συνάντησαν και τον γέροντα Παΐσιο. «Ήταν περαστικός, πήγαινε για Αθήνα και έδωσε από ένα σταυρουδάκι σε όλα τα κορίτσια της παρέας.
«Στενοχωρήθηκα, έκλαιγα σαν μικρό παιδί και έλεγα: «Χριστέ μου, γιατί δεν με φώτισες να πάω και εγώ στο Μοναστήρι που σου το ζήτησα τόσο πολύ για να γνωρίσω τον π. Παΐσιο;».
Παρηγορήθηκα, όταν είδα (εν ύπνω, ή εν οράματι) τον Γέροντα, που μου είπε:
– Είμαι ο π. Παΐσιος, μην κλαις, παιδί μου. Δεν ήταν θέλημα Θεού να έρθης στο Μοναστήρι, διότι εγώ αν θα σε έβλεπα θα σου μιλούσα ιδιαιτέρως και θα σκανδαλίζονταν οι άλλες κοπέλλες. Ήμουν περαστικός. Να, λοιπόν, με είδες. Μην κλαις, θα σε καλέσω να γνωριστούμε, διότι σε είδα που με ζήτησες στην προσευχή σου. Ξέρεις, παιδί μου, την αιτία που δεν μιλούσες από μικρή [1];
– Όχι, Γέροντα, ξέρω ότι μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών.
—Ρώτησε την μητέρα σου να σου πεί. Πλήρωσες την αμαρτία της γιαγιάς σου. Όχι την γιαγιά που γνώρισες, αλλά την γιαγιά σου που δεν γνώρισες.
-Είστε η τάδε; (είπε το όνομα μου).
-Ναι, απαντώ.
–Έρχομαι από την Σουρωτή, με έστειλε ο Παππούλης, ο π. Παΐσιος, να σας βρω, θέλει να σας γνωρίσει.
-Εμένα; Εγώ δεν γνωρίζω τον γέροντα Παΐσιο.
-Μου είπε ο Παππούλης, τώρα που θα πας στην πόλη σου, θα πας στην τάδε Εκκλησία στο κήρυγμα, και θα δείς μία κοπέλλα μαυροφόρα με μαντήλι στο κεφάλι της. Κάθεται σε ένα σκαμνάκι με κομποσχοινάκι στο χέρι, κάθεται απομακρυσμένη, διότι εργάζεται την ευχή. Την λένε … (και μου είπε το όνομά σου).
Αυτά μου είπε ο Γέροντας. Σου δίνω το τηλέφωνο της Μονής. Να πάτε, διότι μετά από δύο μέρες ο Παππούλης θα μπει στο Άγιον Όρος. Εγώ έμεινα άναυδη, αλλά συνάμα δόξασα τον Κύριο.
Και θυμήθηκα την υπόσχεση που μου έδωσε όταν είδα τον Παππούλη, ότι δηλαδή θα με καλέση να γνωριστούμε.
»Πήγα παραμονή των Φώτων και μόλις τον είδα τον αναγνώρισα, διότι ήταν ο ίδιος με αυτόν που είδα στο όνειρό μου. Έπεσα να τον προσκυνήσω και μου είπε:
Του είπα:
-Γέροντα, όπως σας είδα, ακριβώς έτσι είσαστε.
Γέλασε και μου είπε:
–Παιδί μου, εμένα ο Κύριος μού ‘δωσε μια πνευματική τηλεόραση και βλέπω όλον τον κόσμο. Είδα και εσένα που έκανες την αίτηση στον Κύριο και ζήτησες να με γνωρίσεις. Σε είδα και την Πρωτομαγιά που έκλαιγες, γι’ αυτό ήρθα και με είδες. Είδες, ο καλός Χριστός μας ό,τι ζητούμε και είναι καλό μας το δίνει. Όταν η ψυχή εφαρμόζει την θεία δικαιοσύνη εισακούεται η προσευχή της. Αν ο κόσμος, παιδί μου, θα είχε την θεία δικαιοσύνη, θα είχε αλλάξει όλος ο κόσμος, αλλά δυστυχώς θα δούμε πολλά, ιδίως εσύ, αδελφή μου. Θέλω να έχομε την πνευματική επαφή. Όταν θα έρχομαι, θα σε ειδοποιώ και θα έρχεσαι να με βλέπης, αλλά θάχομε και την πνευματική επαφή.
-Πως, Γέροντα, θα έχομε την πνευματική επαφή τόσο μακριά που βρισκόμαστε; Εσείς στο Άγιο Όρος και εγώ στον κόσμο;
-Θα το καταλάβης αργότερα, θα βλεπόμαστε νοερώς, ο Κύριος έχει τον τρόπο του. Να σου πω, τη νύχτα που προσεύχομαι με κομποσχοίνι, νοερώς βλέπω και άλλους Γέροντες και προσευχόμαστε την καρδιακή νοερά προσευχή. Γνωρίζεις, παιδί μου, ότι έχεις ρίζα συγγενική Αγίου [2];
-Ε, Γέροντα, αυτό μου το είπε ο γέροντας Ιερώνυμος στην Αίγινα, όλος ο κόσμος αν πάρωμε τις ρίζες τους έχουν και Άγιο συγγενή…
-Δεν θέλεις να σου πω ποιόν Άγιο έχεις συγγενή;
-Ας πούμε άλλα, Γέροντα. Εγώ δεν έδωσα σημασία, στάθηκα χαζή.
-Να πης στον Γέροντα σου, καλό είναι να κάνη ένα γυναικείο Μοναστήρι, να πάρη τις κοπέλλες που θέλουν να μονάσουν ξέρεις τι ωφέλεια θα έχη η περιοχή; Μόνο εσύ με τις κοπέλλες δεν ταιριάζεις. Αυτές είναι εξωστρεφείς, ενώ εσύ είσαι εσωστρεφής, έχεις την νοερά προσευχή. Αν θα κάνη Μοναστήρι και πας και συ, εσύ να είσαι χώρια σ’ ένα καλυβάκι, μόνο στην ακολουθία θα πηγαίνης και τον άλλο καιρό θα είσαι μόνη σου, θα τρως μόνη σου.
-Παππούλη, πήγα σε Μοναστήρι με το Παλαιό, αλλά έφυγα δεν αναπαύθηκα, κάτι έβλεπα και εγώ διαβάζοντας για την μοναχική ζωή, εγώ άλλα ήθελα…
-Καλά έκανες και έφυγες. Από δύο αιτίες μπορείς να φύγης. Από ζήτημα ηθικής και από ζήτημα πίστεως. Αφού ήταν το ένα, καλά έκανες και έφυγες, μην σ’ απασχολή. Κάπου ο Θεός έχει και για σένα, μην βιάζεσαι. Να δοκιμάσης πρώτα και μετά να αποφασίσεις. Και εγώ να σού εξομολογηθώ πήγα σε πολλά μέρη, έκανα σε Σκήτη και πήγα και στο Σινά.
-Α, Γέροντα, όταν πήγα τρεις φορές στους Άγιους Τόπους, στο Σινά δεν πήγα, γιατί δεν προλαβαίναμε.
-Θα πας και στο Σινά.
-Μπα, Γέροντα, είναι δύσκολο.
-Θα πας, παιδί μου και θα με θυμηθής. Δύο φορές θα πας.
(Και πράγματι πήγα το 1992 και 1994). Στην ζωή σου θα πέρασης πολλά, πολλές συκοφαντίες, μην στενοχωριέσαι. Και εμένα στο Όρος κάποιοι με έχουν για πλανεμένο. Άλλοι δεν έρχονται να με δουν, γιατί με έχουν για πλάνο. Ο Θεός να τους φωτίσει και να τους ελεήση…
-Γέροντα, τώρα ακολουθώ το Παλαιό εορτολόγιο, αλλά στενοχωριέμαι, διότι όλο κατηγορούν το Νέο.
-Εσύ δεν θέλω να είσαι φανατική. Στην Αθήνα που πας τακτικά, θα πηγαίνεις σε όποια Εκκλησία έχεις κοντά σου, δεν θα τρέχεις να βρης Εκκλησία με το Παλαιό.
-Γέροντα, έχω Πνευματικό με το Νέο.
-Έχεις Άγιο Γέροντα.
Εκείνη την στιγμή, θυμήθηκα ένα Μοναστήρι που επισκεπτόμουν συχνά και σκέφθηκα μήπως ήταν καλό να μονάσω εκεί. Ο Γέροντας διάβασε τον λογισμό μου και μου απάντησε:
-Αυτό που σκέφτεσαι, ξέχασε το. Σε μεγάλο Μοναστήρι θα πηγαίνει πολύς κόσμος δεν θ’ αναπαυθείς. Εσύ θ’ αναπαυθείς σε μικρό. Μου εκμυστηρεύθηκε κάτι και μου είπε, ξέρω ότι είσαι εχέμυθη”.
–Πάνε, παιδί μου, τα χρόνια που όπως διαβάζομε στα Γεροντικά οι Άγιοι πατέρες είχαν στερήσεις και είχαν έργο τους την προσευχή, που είναι δώρο της Χάριτος του Θεού. Και άλλα πολλά μου είπε για την προσευχή.
-Γέροντα, σας κούρασα, ας πηγαίνω, διότι στον ξενώνα σας περιμένει πολύς κόσμος.
-Όπως θέλεις, παιδί μου. Μόνο να σου δώσω την σύσταση μου, ό,τι έχεις να μου γράφης και εγώ την ογδόη ήμερα θα έρχομαι στον ύπνο σου και θα σου απαντώ. Μόνο μια φορά θα σου γράψω, τον άλλο καιρό θα έχομε πνευματική επικοινωνία, θα φύγης σήμερα;
-Ναι, Γέροντα, διότι αύριο είναι τα Φώτα με το Παλαιό.
-Όχι, παιδί μου, δεν θα φύγης, θα μείνης εδώ σήμερα και Θεού θέλοντος θα φύγης αύριο το πρωί.
-Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα, να μείνω, αλλά επειδή σήμερα είναι νηστεία να πω στις αδελφές, ότι ακολουθώ το Παλαιό; ή να φάω ό,τι μου δώσουν;
-Ό,τι σου δώσουν θα φας και δεν θα πης τίποτε. Τώρα που είσαι νέα, να ασφαλισθής στο ΙΚΑ του Θεού.
-Πως, Γέροντα;
-Μα, τα καθήκοντα που κάνεις βάζεις μεροκάματο και όποτε μπορείς δούλεψε λίγο παραπάνω για να έχης μισθό στα γεράματα σου, δηλαδή σύνταξη, διότι τότε δεν μπορείς να δουλέψης όπως τώρα. Αυτό έκανα και εγώ και όταν είμαι άρρωστος τρώω από τα έτοιμα.
Τον χαιρέτησα και πήγα στον ξενώνα. Το βράδυ που έκανα την προσευχή μου, σκέφθηκα ότι ο Παππούλης δεν μου βρήκε αυτά που μου αποκάλυψε ο Κύριος. (Κάποια γεγονότα που συνέβησαν στην ζωή μου). Το πρωί που ξύπνησα να κάνω τον κανόνα μου, στις 5 το πρωί, χτύπησε το παράθυρο τρεις φορές λέγοντας, «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, άνοιξε μου, αδελφή, είμαι ο πατήρ Παΐσιος». Του άνοιξα και απορημένη είπα:
-Γέροντα, εσείς εδώ;
-Ναι, παιδί μου, τη νύχτα μου αποκάλυψε ο Κύριος, ότι πολλά σου φανέρωσε και δεν μου ‘πες τίποτε. Σε παρακαλώ, αδελφή μου, θα πάρης ένα τετράδιο και θα μου τα γράψης όλα, θα τα διαβάσω και θα σου τα στείλω.
-Νάναι ευλογημένο, Γέροντα.
Και πράγματι, τα έγραψα και τα έστειλα. Μου απάντησε, ότι τα τρία πρώτα ήταν Οπτασία και Όραμα, αλλά μην τα δίνης σημασία. Μία άλλη φορά, που έγραψα επιστολή στον π. Παΐσιο, επάνω στην ογδόη ημέρα τον είδα στον ύπνο μου να μου λέη:
-Παιδί μου, πήρα την επιστολή σου, μην στενοχωριέσαι που σε συκοφαντούν, στεφάνι σου βάζει ο Χριστός διότι σε αδικούν, κάνε υπομονή έχεις δίκαιο, τα παραχωρεί ο Κύριος να κάνουμε υπομονή, γιατί παίρνομε μισθό.
Μετά την κοίμηση του Παππούλη, ένα βράδυ τον είδα στον ύπνο μου και μεταξύ άλλων, μου είπε:
«Αδελφή μου, αυτό που είδες το 1969, τον άγνωστο μοναχό που έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή στον ύπνο του, εγώ ήμουν, όταν ήμουν στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού. Τότε δεν σου φανερώθηκε το όνομά μου, διότι ήμουν ακόμη εν ζωή». Ξύπνησα με μεγάλη χαρά που είδα τον Παππούλη και μου έλυσε το μυστήριο με τον άγνωστο μοναχό που ασκούσε την νοερά προσευχή.
Εξηγώ τι είδα το 1969…
Κάποια νύχτα με πανσέληνο καθόμουν έξω στην αυλή του σπιτιού μου. Έλεγα την ευχή με συγκίνηση και δάκρυα και αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν σε άλλο πλανήτη. Δεν μπορούσα να καταλάβω, πως συμβαίνει να κοιμάται κανείς και συγχρόνως να λέη την ευχή, όπως λέγει και η Άγια Γραφή, « Εγώ καθεύδω και η καρδία μου γρηγορεί» (αγρυπνεί). Παρακαλούσα τον Κύριο να μου φανερώση πως γίνεται αυτό.
Και αισθάνθηκα η ψυχή μου να ανέβηκε ψηλά και έβλεπα διάφορα συννεφάκια από την γη να ανεβαίνουν στον ουρανό και είχα έναν οδηγό να μου λέη: «Βλέπεις αυτά τα συννεφάκια; Είναι οι προσευχές των Ορθοδόξων Χριστιανών που ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού.
Τώρα έχω εντολή από τον Κύριο, να σου δείξω έναν Άγιο μοναχό, που εργάζεται μέρα και νύχτα την νοερά – καρδιακή προσευχή του Ιησού».
Είδα τον Άθωνα από την Βόρεια πλευρά και απέναντι την Θάσο και ένα καλυβάκι πολύ μικρό, όπου μέσα κοιμόταν ένας μοναχός, που στον ύπνο του έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή.
Ενώ ήμουν μακριά, αισθάνθηκα σαν να ήμουν κοντά και έβλεπα σαν υπέρηχο. Έβλεπα την καρδιά του να χτυπά τακ-τακ και άκουγα την αναπνοή του και έλεγε με εισπνοή και εκπνοή την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ο νεανίας οδηγός μου, μου έδειξε τους δύο φρουρούς που φύλαγαν τον μοναχό. «Είναι οι φύλακες Άγγελοι, ο ένας που πήρε όταν βαπτίσθηκε και ο έτερος όταν πήρε το Αγγελικό Σχήμα. Το όνομα του δεν έχω εντολή να σου το φανερώσω, διότι ακόμη ζει. Όταν κοιμηθεί, ο ίδιος θα ‘ ρθη να σου το πη. Είναι Άγιος».
Μου έδειχνε την καρδιά του και μου έλεγε: “Έδώ έχει το κατά Θεόν πένθος, την χαρμολύπη, μετά έρχονται τα καρδιακά δάκρυα” και μου εξηγούσε, πως έχει συνέχεια το νου στον Θεό και σκέφτεται τον Κύριο και την Παναγία.
Όταν συνήλθα, άρχισα να λέγω την ευχή με τόσο πόθο, που με συνήρπασε και έτσι από τότε, κάθε βράδυ τρεις ώρες λέω την ευχή, και δύο ώρες το πρωί.
Θυμάμαι και κάποια άλλα που μου έλεγε ο Παππούλης. Κάποτε, ήταν πολύ στενοχωρημένος που σκότωσαν το ένα από τα τρία φίδια που τάιζε. Άλλη φορά, μου έλεγε τις δοκιμασίες του από τον διάβολο. Και κάποτε, που πήγαμε με ένα φιλικό ζευγάρι και τον ρώτησαν αν πρέπει να βάλουν υπογραφή για ένα θέμα που αφορούσε έναν κληρικό, ο Παππούλης είπε:
«Να προσέχετε πολύ, μην βάζετε εύκολα υπογραφές». Και σε μένα ήρθε ένας ηγούμενος και ο Κύριος με πληροφόρησε ότι έρχεται, και αμέσως έφυγα και πήγα στο δάσος και έμεινα όλη τη νύχτα και μετά αρρώστησα. Το τι ακούγονταν στο Όρος δεν φαντάζεσθε! Αν τον δεχόμουν, οι Αγιορείτες θα με έλεγαν διπλά πλανεμένο…
[1] Από μικρή δεν μιλούσα. Μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών. Όταν πήγαινα μικρή στην Εκκλησία και ο παπάς έλεγε, «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» έβλεπα την σκεπή της Εκκλησίας να φεύγη και να γίνεται ένα με τον ουρανό (να ανοίγει) και άκουγα ουράνιες ψαλμωδίες. Από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο έφευγε η μορφή του και εμφανιζόταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας.
»Κάθε εβδομάδα η γιαγιά μου με έπαιρνε στο Κοιμητήριο. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός, που την περίοδο του Πάσχα έβλεπα τους τάφους ανοιχτούς και τις ψυχές να κάθονται και να ζητούν ελεημοσύνη και άλλες είχαν μπροστά τους ένα πιάτο και έτρωγαν. Εγώ τους έβλεπα και έκλαιγα, δεν ήξερα πως να τους βοηθήσω.
Αναρωτιόμουν, γιατί οι τάφοι είναι όλοι ανοιχτοί ενώ τον άλλο καιρό είναι κλειστοί και έκλαιγα πολύ.Με ρωτούσε η γιαγιά μου, «γιατί κλαίς, παιδί μου» και δεν μπορούσα να της εξηγήσω, αφού δεν μιλούσα. Έκανα νοήματα, αλλά η γιαγιά μου δεν καταλάβαινε…