Θέλω νὰ πῶ κάτι, δίκην ἐξομολογήσεως, γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ ἀγωνίζεσαι, ἐν μέσῳ ἀνείπωτης λύπης, ἐν μέσῳ φόβου καὶ τρόμου, νὰ ἀρθρώσεις μία λέξη, στηριγμοῦ, ἕναν καλὸ λόγο, ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.
Χάρις καὶ στὶς τηλεοπτικὲς ἐκκενώσεις, σὲ κάθε γωνιὰ τῆς πατρίδας, ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον, ὅλοι μας τονθορύζουμε (σημαίνει ψιθυρίζω μετὰ γογγυσμοῦ ) περὶ τῶν μέτρων, τῶν συνεπειῶν, γιὰ τὸ μέλλον, τὰ ἀποφώλια τέρατα τῆς ἀνεργίας, τὴν ἀναξιοπρέπεια καὶ τὴν ὀδύνη τῆς φτώχειας. Τὸ μαράζι μπῆκε στὰ σπίτια, κατατρώει τὰ σωθικὰ τῶν οἰκογενειῶν. Τὰ παιδιὰ εἶναι μπροστά, βιώνουν (βλέπουν, ἀκοῦν, αἰσθάνονται) τραγωδίες.
Μία «παράπλευρη ἀπώλεια», ὅπως θὰ ὑποστήριζαν τὰ σαπρόφυτα τῆς Νέας Τάξης, εἶναι τὰ παιδιά. Τὰ παιδιὰ σιγὰ-σιγὰ δὲν παίζουν, τὰ παιδιά, τὰ Ἑλληνάκια, θὰ χάσουν, θὰ μᾶς στερήσουν ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα πράγματα ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου, τὴν μεγαλοπρεπῆ ἁπλότητα τοῦ παραδείσου: τὸ γέλιο τους.
Θὰ γράψει ὁ Ντοστογιέφσκι. «Οἱ τρεῖς θησαυροὶ ποὺ μᾶς μένουν ἀπὸ τὸν χαμένο παράδεισο:
-τὰ γέλια τῶν παιδιῶν
-τὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν
-τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν