– Των ταπεινών και των μεγάλων… –
«Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος…».
Φώτη Κόντογλου – Γιάννης ὁ Εὐλογημένος
Κι’ αν τούτη η απλότητα του Γιάννη του Ευλογημένου, απουσιάζει παντελώς από την εποχή μας, χρέος μας είναι η συγκλονιστική παρουσία των Τριών Ιεραρχών να μας διδάξει έναν άλλον τρόπο, έναν τρόπο στον οποίο δεν έχει χώρο η πλεονεξία και ο εγωισμός, ούτε η κακία και η μικροψυχία, παρά μονάχα η αρχοντιά της ύπαρξης που μπορεί και θέλει ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο ολάκερο. Το ήθος, η αρχοντιά και η οικείωση ενός άλλου τρόπου ζωής δεν είναι ουτοπία, ούτε θεωρητικό κατασκεύασμα, καθώς μονάχα η ταπείνωση εκείνη που οδηγεί στη μεγαλοσύνη, στη μόνη αληθινή οντολογική μεταμόρφωση, αποτελεί πρόκληση και άρα πρόσκληση κοινωνίας για κάθε άνθρωπο. Οι Τρεις Ιεράρχες έρχονται να μας θυμίσουν την άκρα ταπείνωση, το μόνο αληθινό ήθος που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε ελεύθερο άνθρωπο.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, ο πιο αγαπημένος των παιδιών και των αδικημένων, στέκεται άγρυπνα στο πλευρό των αδυνάτων, των ταπεινών και των περιθωριακών, ως άλλος Χριστός. Ο άρχοντας εκείνος που άφησε έκπληκτο το βαθύτατα γοητευμένο από την κορυφαία του προσωπικότητα, έπαρχο Μόδεστο, ο οποίος ομολόγησε πως: «Κανείς μέχρι τώρα δεν μου μίλησε με τόσο θάρρος. Πρώτη φορά συνάντησα τέτοιον επίσκοπο», πριν από την αφοπλιστική απάντηση του αγίου: «Φαίνεται πως δεν συνάντησες ως τώρα αληθινό επίσκοπο». Από την άλλη πλευρά ο Ιερός Χρυσόστομος που ματώνει για τους κατατρεγμένους, τρέφει τους απόρους, καταργεί κάθε είδους πολυτέλεια στην εκκλησία, αντιστέκεται σθεναρά στην αλαζονική εξουσία κι’ έτσι οδηγείται εκούσια στην εξορία και στο μαρτύριο. Ο λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου διαθέτει τόση αλήθεια, ρυθμό και ποιητικότητα σε σημείο που οι κάτοικοι της Πόλης να ομολογούν πως: «Καλύτερα να μη βγει ο ήλιος, παρά να μην ακούσουμε τον επίσκοπό μας να μιλά». Εκείνος εξάλλου δεν είναι που τόσο ποιητικά ομολόγησε πως: «Όταν ανακαλύπτεις την πόρτα της καρδιάς σου, ανακαλύπτεις τη πύλη του ουρανού»; Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο ποιητής που με τη γνωστή του ποιητική ευαισθησία αναφωνεί: «Δεν θα συνέλθουμε, έστω και αργά; Δεν θα νικήσουμε την αναισθησία μας, για να μην πω την τσιγκουνιά μας; Δεν θα σκεφτούμε ως άνθρωποι; Δεν θα βάλουμε νοερά στη θέση των ξένων συμφορών τις πιθανές δικές μας»; Ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος σε τούτη την αγωνιώδη κραυγή;
Οι ιεροί άνδρες της Εκκλησίας του Χριστού, φαντάζουν στα μάτια μας σπαρακτικά όμορφοι, απύθμενα φιλάνθρωποι, θρυλικά ανυπότακτοι. Ζώντας κόντρα απέναντι σε κάθε εξουσιαστικότητα, μακριά από κάθε επίγεια δόξα και πάντα κοντά στον άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί το επίκεντρο της σκέψης τους καθώς, «Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. “Με ποιο δικαίωμα” αναρωτιέται ο Χρυσόστομος “μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του”. Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο».[1]
Κατά τον Ανδρέα Αργυρόπουλο και την υπέροχη του ανάλυσή στη σκέψη των Τριών Ιεραρχών: «Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: “ξέρω πολλούς”, λέει ο Χρυσόστομος, “που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή”. Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: “Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού”».[2] Και οι τρεις Πατέρες μιλούν για την αξία της παιδείας και το μοναδικό της σκοπό τη δημιουργία ελεύθερων ανθρώπων, ενάντια σε κάθε σύστημα, καθώς κατά τον Ιερό Χρυσόστομο: «Η συναίσθηση της άγνοιας είναι ένα μεγάλο βήμα προς τη γνώση».
Οι Τρεις Ιεράρχες λοιπόν. Βασίλειος ο Μέγας. Ιερός Χρυσόστομος. Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Προσωνύμια βαριά, γεμάτα από την αγάπη και την τιμή της Εκκλησίας προς το πρόσωπό τους. Της Εκκλησίας εκείνης, που ενώνει τα διεστώτα, της μόνης αληθινής. Του ολοζώντανου Σώματος του Χριστού που πορεύεται δραματικά ανά τους αιώνες. Όχι του απάνθρωπου εκείνου συστήματος που απομακρύνει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο και τον άνθρωπο από το Θεό. Βασίλειος ο Μέγας. Με μια Εμμέλεια ως μητέρα δίπλα του πώς να μη μεταμορφωθεί σε Μέγα; Το ίδιο και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Με την Ανθούσα για μητέρα του, άνθισε ολόκληρος… Και ο Γρηγόριος. Πώς αλλιώς θα γινόταν Θεολόγος δίχως τη Νάννα στο πλευρό του; Η μητέρα, ότι ιερότερο στον κόσμο, φυτεύει το λουλούδι για το άρωμα του αύριο. Σπέρνει τη ζωή… Νικά κάθε θάνατο…
Και οι τρεις άνθρωποι αληθινοί με ανοιχτότητα νου. Πανεπιστήμονες του καιρού τους και με την καρδιά πάντα γεμάτη από εκείνη την ανυπόκριτη αγάπη. Τη μόνη αληθινή. Αντιστάθηκαν στην εξουσία της εποχής τους. Απέδειξαν εν έργω και όχι μονάχα εν λόγω τα πιστεύω και τις αρχές τους. Έδωσαν τα φώτα του νου τους σε μια εποχή σκότους και φανατισμού. Έδωσαν στο τέλος την ίδια τους τη ζωή. Παραμένουν το ίδιο διαχρονικοί και επίκαιροι παρά ποτέ. Οι Τρεις Ιεράρχες με την ευρύτατη παιδεία τους, το ήθος του χαρακτήρα τους και το παράδειγμα της ζωής τους, άνοιξαν για όλους εμάς νέους δρόμους προς το μέλλον. Και τον ομορφότερο απ’ όλους. Το δρόμο της ζωής…
[1] Ανδρέα Αργυρόπουλου, Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας, Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών.
[2] Ανδρέα Αργυρόπουλου, Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας, Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών.
Μαρία Χατζηαποστόλου
Mrs Θεολογίας
Υποψήφια Διδάκτωρ Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.