ΟΙ ΥΠΕΡΑΡΙΘΜΟΙ

Στα κιτάπια του δηλώνονταν τριάντα,
μα, αν τους μέτραγε, τους έβγαζε σαράντα·
υπεράρθιμοι οι δέκα· τι συμβαίνει;
όποιος κι όποιος στον Παράδεισο δεν μπαίνει.
Με βροντώδη τη φωνή καλεί τον Πέτρο·
«Μήπως έχασες, Απόστολε, το μέτρο;
οι τριάντα κάθε μέρα σαραντίζουν·
πώς τους βάζεις μέσα αυτούς που δεν αξίζουν;»
Κράτα τσίλιες και μετά απολογήσου·
σού ’χω δώσει τα κλειδιά του Παραδείσου.
αναπάντητο το ερώτημα μη μείνει,
γιατ’ αλλιώς δίνω σε άλλον την ευθύνη».
Βγαίνει ο Πέτρος έξω και παραφυλάει·
σ’ ένα θάμνο κρύβεται· η ώρα περνάει·
ξάφνου βλέπει μια μορφή ψηλά στα τείχη
και για κάποιους πού ’ναι απ’ έξω ανοίγει η τύχη…
Με χαρά τρέχει στο θρόνο του Δασκάλου·
τώρα πλέον ξέρει τι να πει εξάλλου·
γονατίζει, προσκυνάει όπως πάντα,
και στο πρόβλημα απαντά για τους σαράντα.
«Κύριέ μου και Θεέ μου και Σωτήρα,
σαν κλειδώνω του Παράδεισου την θύρα,
η γλυκιά Σου η μάνα τους δέκα φωνάζει
κι απ’ τα τείχη αυτή κρυφά τους ανεβάζει»…