Ένα περιστατικό που διηγήθηκε ο υποτακτικός του όσιου Θεόφιλου (ο δια χριστόν σαλός,ασκητής της Λάτρας των Σπηλαίων του Κίεβου):
Ο Στάρετς είχε μεταφερθεί στο ερημητήριο Γκολοσεγιεφσκαγια.Μια ημέρα ,τον Μάιο του 1853,περίπου έξι μήνες πριν τον θάνατο του,ο μακάριος φώναξε τον υποτακτικό του:
“Παντελεήμων!Ας πάμε στο δάσος να προσευχηθούμε στον Θεό”
Περπατώντας πίσω απ’ το μέρος ,όπου τώρα βρίσκεται το ερημητήριο Πρεομπραζέσκαγια,ο Στάρετς σταμάτησε κ ρώτησε:
“Τι θα έλεγες να ξεκουραζόμασταν για λίγο σ’αυτόν τον λόφο Παντελεήμων και να απολαύσουμε απο εδώ την θέα της Αγίας Λαύρας;”
o κατάκοπος υποτακτικός,μη περιμένοντας δεύτερη κουβέντα,ξάπλωσε στο γρασίδι κι άρχισε να ροχαλίζει.ο Στάρετς Θεόφιλος έβγαλε ένα κομμάτι πάγο το έβαλε στο νερό,πρόσθεσε λίγο μέλι και το ήπιε για να δυναμώσει το εξαντλημένο του σώμα.πέρασε μισή ώρα.Ξαφνικά ο μακάριος φώναξε:
“Παντελεήμων!Κάποιοι ξένοι πλησιάζουν,τρέξε να τους φέρεις εδώ”
ο αγουροξυπνημένος υποτακτικός σήκωσε το κεφάλι του και είδε μια΄ ομάδα προσκυνητών κάτω στον δρόμο.Τους φώναξε να έρθουν κοντά στον Στάρετς.
“ο Θεός βοηθός σας”,τους χαιρέτησε εκείνος.
“Ευχαριστούμε Μπάτουσκα” απάντησαν οι άντρες.
“Προφανώς δεν έχετε φάει τίποτα ακόμα”,είπε ο Στάρετς.
“Όχι Μπάτουσκα.Μουσκέψαμε λίγο ξερό ψωμί στο νερό,αλλά δεν έχουμε βάλει φαγητό στο στόμα μας μια ολόκληρη εβδομάδα”
“Δεν πειράζει.Καθήστε και μην σας νοιάζει.Η Μητέρα του Θεού θα φροντίση για όλους αμέσως”
Έτσι αφού έβαλε τους ταξιδιώτες να καθήσουν,έβγαλε μια μικρή πυροστιά απ’το καλάθι του,άνοιξε μια μικρή τρύπα στο χώμα κι έστειλε τον Παντελεήμονα να μαζέψει λίγα χαμόκλαδα.
“Κλαδιά;σε τι θα χρησιμέψουν Μπάτουσκα;ρώτησε εκείνος,γνωρίζοντας καλά οτι δεν υπήρχε τίποτα για να μαγειρέψουν”
“Αγαθιάρη!Θα βράσουμε χυλό.Όπως βλέπεις πρέπει να ταίσουμε τους ξένους μας”.
Πράγματι τα κλαδιά ήρθαν,αλλά δεν υπήρχε φωτιά.
“Τί μπελάς κι αυτός!”είπε ο Παντελεήμων εκνευρισμένος. “Δεν βρίσκεται τίποτα για να ανάψουμε φωτιά,Μπάτουσκα”
“Κι ο Θεός;!” παρατήρησε εκείνος με σημασία.Μετά υψώνοντας τα μάτια του άρχισε να προσεύχεται:
“Ω Κύριε!στο πρόσταγμα σου φωτιά ανάβει έμπροσθεν σου και αστραπές φωτίζουν τον ουρανό.Άκουσε κύριε την φωνή της προσευχής μου,όταν σε επικαλούμαι,όταν υψώνω τα χέρια μου στον Άγιο Ναό σου.Ακουσε τις ικεσίες μου,δώσε σ’αυτούς τους φτωχούς τροφή για να δοξάσουν το Άγιο Όνομα σου!”
Στην συνέχεια ,σταύρωσε την πυροστιά λέγοντας:
“Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος….”
Πριν τελειώσει τον λόγο του,κάτω απο την πυροστιά ξετυλίχτηκε μια τουλίπα γαλάζιου καπνού.Τα κλαδιά άρχισαν να καπνίζουν και γρήγορα άναψαν τριζοβολώντας μέσα σε λαμπρές φλόγες.Βλέποντας ένα τέτοιο θαύμα ο Παντελεήμων θέλησε να το βάλει στα πόδια,αλλά ο Στάρετς τον κράτησε και κουνώντας το δάχτυλο του τον πρόσταξε να ρίξει λίγο απο το κομμένο χορτάρι μέσα στο τσουκάλι ενώ ο ίδιος έριξε μπόλικα χαλίκια κι ένα κομμάτι πάγο που έβγαλε απο το καλάθι του.όταν όλα αυτά άρχισαν να βράζουν,ο μακάριος μη διακόπτοντας την μυστική του προσευχή,σταύρωσε για άλλη μια φορά την πυροστιά κι ανακάτεψε το περιεχόμενο του τσουκαλιού:
“Λοιπόν,δοκίμασε το τώρα”,είπε γυρίζοντας προς τον υποτακτικό του.ο Παντελεήμων πήρε επιφυλακτικά στην μύτη του κουταλιού λίγο απ τον χυλό και τον δοκίμασε με την άκρη της γλώσσας του.Αμέσως όμως γέμισε μια ολόκληρη κουταλιά και την έφαγε φωνάζοντας:
“Μπάτουσκα!!!!!!Αλήθεια και τρισαλήθεια,είναι σιμιγδάλι!!!!”
“Βιάσου και σέρβιρε τους καλεσμένους μας κουτούτσικε πρίν κρυώσει”
Ο Παντελεήμων με χαρά και φόβο άρχισε να γεμίζει με τον χυλό τις ταξιδιωτικές γαβάθες των έκπληκτων προσκυνητών.Αλλά όσο κι αν έβαζε,η ποσότητα του χυλού δεν λιγόστευε απο το τσουκάλι.όλοι έφγαν και χόρτασαν με το παραπάνω,και το τσουκάλι παρέμεινε γεμάτο (όπως ακριβώς το ψωμί και τα ψάρια στην έρημο τότε που πολλαπλασιάστηκαν και έθρεψαν πλήθη,έτσι και τώρα έγινε με τον χυλό,χάρη στις προσευχές του Στάρετς Θεόφιλου).
“Ο Κύριος μαζί σας”,είπε ευγενικά ο μακάριος γυρνώντας προς τους ταξιδιώτες,όταν είχαν πλέον τελειώσει το φαγητό. “Πηγαίνετε στην Αγία Λαύρα και προσευχηθήτε για όλους”
Κυριολεκτικά συγκλονισμένοι απο το θαύμα στο οποίο υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες,οι προσκυνητές,΄εφτασαν στην Λαύρακι άρχισαν να το διηγούνται σ’όλους με θαυμασμό και δέος.
Έτσι είναι:Όλα όσα ζητάς μ’αληθινή πίστη στην προσευχή,θα τα λάβεις.