«Όλα προσεύχονται»: το τελευταίο μάθημα στην Στ’ δημοτικού

Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς

Όσοι δάσκαλοι δίδαξαν στην Στ’ δημοτικού και οι γονείς παιδιών που τέλειωσαν το πρώτο, αθώο και ηλιόλουστο, πρώτο σχολείο, θα καταλάβουν καλύτερα.

Έρχεται η ώρα του αποχαιρετισμού, της αποφοίτησης. Ώρα χαρμολύπης. Η λύπη του αποχωρισμού και η χαρά του νέου ταξιδιού. Είναι και το καλοκαίρι που έρχεται, εξορμήσεις στην θάλασσα, την γαλάζια, όλο θέλγητρα, «νοικοκυρά» της πατρίδας μας και μετριάζεται η στενοχωρία του αποχωρισμού.

Τα «εκτάκια», νόστιμο υποκοριστικό, με καλοσυνάτη ανησυχία όλες τις προηγούμενες ημέρες, ετοιμάζουν τις αποσκευές τους, μαζεύουν τις δροσερές μνήμες τους, οδεύουν για το γυμνάσιο. Στο κατώφλι της εφηβείας, με φως ακόμη στην καρδιά τους, ασυννέφιαστα από τις ψυχοφθόρες έγνοιες και μέριμνες που τηγανίζουν τους «επίλοιπους» ανθρώπους. Παραδέρνει απελπισμένη η κοινωνίας μας, «μεγάλοι έμποροι πωλούν/τα έθνη σαν κοπάδια», που λέει και ο ποιητής. Προσπαθούμε, όσοι δάσκαλοι δεν υποκύπτουμε στις σειρηνωδίες της εποχής, να κτίζουμε τείχη ολόγυρά τους, να μείνουν μακριά «απ’ της χώρας της ακάθαρτης, πολύβοης και αρρωστιάρας» τα σκοτάδια, όπως ωραία το ιστορεί ο Παλαμάς στο έξοχο ποίημά του «Τα σχολειά χτίστε».

Την ίδια χαρμολύπη αισθανόμαστε και οι δάσκαλοι που κατευοδώνουμε μαθητές της Στ’ τάξης. Χαρά, γιατί τέλειωσε ο καλός αγώνας μας, με κρυφή περηφάνια, γιατί εν μέσω παιδομαζώματος – η κρατική εκπαίδευση γεμάτη ακαθαρσίες- παλέψαμε να αποκαλύψουμε στα παιδιά μας τα αδαπάνητα καλούδια της παράδοσής μας, ώστε να ισορροπήσουν, να βρουν τον δρόμο τους, να χαρούν την ζωή τους. «Ποίον γαρ έχει μισθόν διδάσκαλος ουκ έχων επιδείξαι τους διδαχθέντας;», ερωτά ο άγιος Χρυσόστομος, η χαρά του δασκάλου είναι η πνευματική πρόοδος των μαθητών του. Ευλογημένο το επάγγελμά μας, όταν προσφέρεις την φιλότιμη  αγάπη στους μαθητές σου, στην ανταποδίδουν, με μια ανθοδέσμη καλοσύνης.

Έχω συνήθειο να προσφέρω ένα δώρο αποφοίτησης. Τι δώρο; Μια ξύλινη εικονίτσα του αγίου Παϊσίου- δώρο και ευλογία φίλου αγιογράφου – να την έχουν στο γραφείο ή πάνω από το προσκεφάλι τους «για να τους φυλάει». Χαίρονται. Τον άγιο πολλές φορές «τον έπιασα από το χέρι» και τον έβαλα να διδάξει στα παιδιά. Τον αγαπούν. Και πώς αλλιώς; Τον αισθάνονται σαν συμμαθητή τους, παιδί του Χριστού μας και ο γέροντας…

Τους διάβασα και τους έδωσα κι ένα ποίημα. Εξάλλου το τελευταίο κείμενο που περιέχουν τα τάχα και βιβλία Γλώσσας της Στ’ δημοτικού, το κείμενο με το οποίο τα στέλνουμε στο γυμνάσιο θα έλεγα, είναι μια παρότρυνση να πάρουν μέρος σε ένα συλλαλητήριο. Έτσι ακριβώς, όπως το γράφω. (Στην σελίδα 85 του Γ’ τεύχους του βιβλίου Γλώσσας της Στ’ δημοτικού). Αυτό βρήκαν να βάλουν οι εθνομηδενιστές που κρατούν αιχμάλωτο δεκαετίες τώρα το υπουργείο νεοταξικής εκπαίδευσης.

Το ποίημα είναι του Αχιλλέα Παράσχου, (1838-1895), περιεχόταν σε παλιά «Αναγνωστικά», με τίτλο «όλα προσεύχονται». Ως γνωστόν ότι δεν είναι πρόσφατο, του τωρινού «αγγελικού κόσμου» μας, με ύπουλες δυσωδίες ανθελληνισμού, εκκλησιομαχίας και «διαφορετικότητας», δεν έχει θέση στα σχολικά βιβλία. Προσευχή σε σχολικό βιβλίο; Ποιος ακούει τις τσιρίδες και τα ουρλιαχτά των ποικιλώνυμων γραικύλων!!

Παραθέτω το όλο γαλήνη και ομορφιά ποίημα. Γραμμένο σε γλώσσα στρωτή, κατανοητή, σε ωραία ελληνικά.

«Όλα προσεύχονται· και γη και ουρανός κι αστέρια,
Και τα πουλιά που έχουνε στα σύννεφα λημέρια,
Και όσα έχουνε ζωή κι όσα ζωή δεν έχουν,
Κ’ εκείνα όπου έρπουνε, κ’ εκείνα όπου τρέχουν!

Όλα προσεύχονται! της γης το ταπεινό χορτάρι,
Ο ήλιος ο περήφανος, το αργυρό φεγγάρι,
Η θάλασσα, οι ρύακες, το δάσος και ή βρύση·
Δεν απομένει τίποτε χωρίς να προσκυνήσει
Και δίχως να προσευχηθεί στου κόσμου τον Πατέρα!
Προσεύχεται και η νυχτιά, προσεύχεται κ’ η ‘μέρα,
Κ’ η φλόγα που σηκώνεται απάνω κι αναβαίνει,
Όταν στα έρημα βουνά, φτωχό βοσκό ζεσταίνει.
Προσεύχεται κι ο ουρανός σαν έχει καλοσύνη,
Κι ο ήλιος όταν σ’ άρρωστο ζωή και ζέστη δίνει·
Του πόλου τ’ άστρο π’ οδηγεί του ναύτη το τιμόνι,
Την ώρα εκείνη δέεται γιατί ψυχές γλιτώνει.
Προσεύχεται και τ’ άγριο θηρίο στη σπηλιά του
Όταν γερμένο κ’ ήσυχο χαϊδεύει τα μικρά του.
Το σκουληκάκι το κορμί στον ήλιο σα ζεσταίνει,
Το χέρι όταν ελεεί, η γη όταν βλασταίνει,
Και τ’ άνθος που τριγύρω του σκορπίζει την πνοή του·
Είναι η μυρισμένη του πνοή η προσευχή του!
Όλα και όλοι δέονται και νύχτα και ημέρα
Στον παντοδύναμο Θεό, στον σπλαχνικό Πατέρα.
Προσεύχεται όταν κανείς το έργο του πιστεύει,
Κάνει μεγάλη προσευχή το χέρι που δουλεύει.
Το χέρι του μικρού παιδιού προσεύχεται και κείνο
Όταν ανοίγει το κλουβί στον σκλαβωμένο σπίνο.
Προσεύχεσαι όταν ζητάς ψωμί για ξένο στόμα,
Και όταν θυμάσαι τους νεκρούς που κείτονται στο χώμα.
Είναι άγια προσευχή το γέρο να ζεσταίνεις,
Και του εχθρού σου την πληγή με δάκρυα να πλένεις».

Κατάνυξη, συγκίνηση μες στην αίθουσα. Φανερώθηκε ενώπιόν τους μια άλλη Ελλάδα. Η πάλαι ποτέ Πονεμένη Ρωμιοσύνη ξεδιπλώθηκε, οι κρυμμένες φυλλωσιές της, με τα αρώματα, «τους κελαηδισμούς και τους μόσκους της». «Και τα βιβλία να είναι σαν τα κρίνα», κανοναρχούσε ο Παλαμάς. Και τα σημερινά βιβλία «πανέρια με οχιές», γι’ αυτό τα παιδιά αηδιασμένα «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης), στρέφονται σε άλλες πηγές να ξεδιψάσουν, θολές και «θυμωμένες» και αγρίεψαν και μας περιφρονούν.

 Ας το καταλάβουμε. Σήμερα το σχολείο καλλιεργεί το μίσος για το παρελθόν. Το φανερώνει αυτό η απροκάλυπτη πολεμική κατά της Γλώσσας, της Ιστορίας, των Θρησκευτικών και η απουσία κειμένων που θα λειτουργήσουν ως στυπτικό για την καταπολέμηση των σκουπιδιών που περιζώνουν τα παιδιά.

Γκρεμίσαμε ασυλλόγιστα τις γέφυρες που μας φέρνουν στις ρίζες μας, την μόνη δύναμη που μπορεί να στηρίζει το ελληνικό έθνος στις μεγάλες δοκιμασίες του καιρού μας.

https://simeiakairwn.wordpress.com