Όλοι είχαν τον λαχανόκηπό τους κάποτε…

Ο λαχανόκηπος στα νοικοκυριά της επαρχίας και στα μοναστήρια ήταν κάτι σαν το μανάβικο του χωριού – ή της γειτονιάς, αν θέλετε. Όλοι είχαν τον λαχανόκηπό τους, το μποστάνι τους. Από αρχές Μαρτίου άρχιζαν να το οργώνουν και να το λιπαίνουν, και να σπέρνουν τα πρώτα φυτά τους μέσα σε ξύλινα κασελάκια, όπου είχαν βάλει χώμα κοσκινισμένο και ανακατεμένο, και κοπριά. Προετοιμάζονταν και, μετά το Πάσχα και του Αγίου Γεωργίου που ζέσταινε ο καιρός, όλα ήταν έτοιμα για μεταφύτευση: μελιτζανιές, πιπεριές, ντοματιές, φασολιές, αγγουριές, καρπουζιές, πεπονιές και άλλα πολλά.
 
Κάθε απόγευμα, μετά τη δουλειά, περνούσαμε μία δύο ώρες με τα φυτά μας. Ξεχορταριάζαμε, σκαλίζαμε, φυτεύαμε, μεταφέραμε, ποτίζαμε. Ήταν μια ευχάριστη και ήρεμη απασχόληση, που γαλήνευε την ψυχή μας. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που κουβέντιαζε με τα φυτά – παράδοξο τότε. Και όμως, σήμερα οι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι τα φυτά αισθάνονται και εισπράττουν την αύρα και την ηρεμία του ανθρώπου που τα περιποιείται.
Σήμερα έχουν αλλάξει σχεδόν όλα. Βρίσκουμε τα πάντα στο μανάβικο, στις λαϊκές, στα σούπερ μάρκετ, ολόφρεσκα, δροσερά, καλοφτιαγμένα και με φανταχτερά χρώματα. Υπάρχουν όμως, ψυχή μου, ακόμη άνθρωποι που έχουν τον λαχανόκηπο στο χωριό τους. Έλα, έλα, πάμε να μαζέψουμε φασολάκια τώρα που είναι πρωί, πριν αρχίσει η ζέστη. Αργότερα, θα σκάσουμε μέσα στις πανύψηλες φασολιές. Πλήθος διαφορετικά φασολάκια έχει ο λαχανόκηπός μας, από αμπελοφάσουλα, τσαουλιά και μπαρμπούνια μέχρι τα κίτρινα, γλυκύτατα «καναρίνια». Συνήθως τα μαγειρεύουμε λαδερά, μόνα τους, καμιά φορά και με μερικές πατάτες.