Ούριος άνεμος για τα ελληνοτουρκικά από Γαλλία-Ιταλία-Γερμανία-Ισπανία… Ή μήπως όχι;

Δρ. Κων/νος Αποστόλου-Κατσαρός*

Μετά τις επικείμενες εκλογές στον πυρήνα της ΕΕ, σε Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, αναμένονται αλλαγές στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Αλλαγές που θα επηρεάσουν και την στάση τους έναντι της Τουρκίας, δημιουργώντας νέες προοπτικές στο ελληνοτουρκικό υποσύστημα, που όμως προϋποθέτουν την άμεση κεφαλαιοποίησή τους από την ελληνική διπλωματία με προπαρασκευαστικές ενέργειες οι οποίες θα αποτρέψουν το ενδεχόμενο να τις αντιστρέψει η αεικίνητη τουρκική διπλωματία.

Ισπανία

Στις περιφερειακές εκλογές της Μαδρίτης της 4ης Μαΐου του 2021, επικράτησε η θρησκευόμενη καθολική «Ισπανίδα Τραμπ», Ιζαμπέλ Ντίαθ Αγιούσο σε συνεργασία με το Vox. Η εκλογική της καμπάνια έδωσε βαρύτητα στην αψήφιση των μέτρων για την πανδημία που ισχυρίστηκε ότι εφαρμόστηκαν με υπερβάλλοντα ζήλο, και απ’ ότι φαίνεται βρήκε το ισπανικό κοινό σύμφωνο μαζί της. Το εκλογικό αποτέλεσμα, οδήγησε στην παραίτηση τον επικεφαλής των Podemos, «Ισπανού Τσίπρα», Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο οποίος παραδέχτηκε την ηχηρή ήττα. Ήττα η οποία ήταν ακόμη πιο πικρή αφού έχασε και από το κόμμα Más Madrid που συγκρότησαν πρώην στελέχη των Podemos.

Μια στροφή της κεντρικής πολιτικής σκηνής της Ισπανίας προς τα δεξιά, όπως αυτή που προμηνύεται από την επικράτηση της Ιζαμπέλ Ντίαθ Αγιούσο, στην καλύτερη περίπτωση θα συνοδευόταν από μια περίοδο αναπροσαρμογής αν όχι αλλαγής των δεδομένων στις ισπανοτουρκικές σχέσεις που η Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευτεί.

Η αγαστή ισπανοτουρκική συνέργεια στον αμυντικό τομέα και όχι μόνο, εξελίσσεται σε μια στρατηγική σχέση εις βάρος της χώρας μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την κατασκευή του ενός δισ. δολαρίων ελικοπτεροφόρου TCG Anadolu από την ισπανική Navantia. Ο ίδιος ο Ισπανός πρωθυπουργός Pedro Sanchez δήλωνε τον Φεβρουάριο του 2021 ότι επιθυμεί να ενισχύσει τους δεσμούς με την Τουρκία, την οποία μάλιστα χαρακτήρισε «στρατηγικό εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμμαχο του ΝΑΤΟ». O δε Μ. Τσαβούσογλου τον Ιανουάριο του 2021 ανέφερε στη Daily Sabah ότι οι σχέσεις Τουρκίας-Ισπανίας έχουν πλέον φτάσει σε «ιδανικό επίπεδο» και πρόσθεσε ότι οι δύο χώρες στοχεύουν να αυξήσουν το διμερές εμπόριο σε 20 δισ. ευρώ από το τρέχον επίπεδο των 13 δισ. ευρώ. Ας σημειωθεί επίσης ότι οι ισπανικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες στην Τουρκία με δάνεια της τάξεως των 82,8 δισ. ευρώ. Η αποχώρηση της ισπανικής Repsol από τις έρευνες υδρογονανθράκων στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2021 εντάσσεται και αυτή στο γενικότερο πλαίσιο της ισπανοτουρκικής συνεργασίας, και δεν αποκλείεται να έγινε μετά από πιέσεις που δέχθηκαν από τους Τούρκους.

Δεν είναι διόλου τυχαίο επίσης το γεγονός ότι στο Ιντσιρλίκ σταθμεύει η 74η ισπανική συστοιχία αντιαεροπορικών πυραύλων PATRIOT-3, που καλύπτει τη ΝΑ Τουρκία από τυχόν πυραυλικές επιθέσεις. Από τον συγκερασμό αυτών των δεδομένων είναι σαφές ότι η ελληνική διπλωματία θα έχει μικρό περιθώριο δράσης ακόμη κι αν αναλάβει τα ηνία της Ισπανίας μια λιγότερο φιλοτουρκική κυβέρνηση, γεγονός που όμως κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη εφαρμογής μεθόδων που διεμβολίσουν τις σχέσεις των δύο χωρών. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε το υποθετικό σενάριο της εμπλοκής τους στην εξόρυξη υδρογονανθράκων σε περιοχές υψηλού ενδιαφέροντος, ή την ευνοϊκή επαναδιαπραγμάτευση με την Repsol. Βέβαια κάποιος θα αντέτεινε επ’ αυτού την υπονομευτική θέση του Έλληνα ΥΠΕΞ Ν. Δένδια, ο οποίος δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί να γίνει χώρα παραγωγής υδρογονανθράκων. Δήλωση που αν μη τι άλλο καταδεικνύει την έλλειψη εθνικού σχεδιασμού και στρατηγικής της χώρας. Η αλήθεια όμως είναι ότι εμείς πρέπει να πείσουμε τους συμμάχους ότι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν σοβαρούς λόγους για να επιλέξουν εμάς.

Γερμανία

Όσον αφορά στη Γερμανία, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) της απερχόμενης Καγκελαρίου Α. Μέρκελ, βουλιάζει εν μέρει λόγω σκανδάλων με «μίζες» επιφανών στελεχών της για τις μάσκες, και κονταροχτυπιέται με το κόμμα των Πρασίνων το οποίο παραμένει ο μεγάλος κερδισμένος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου και ο βασικός αντίπαλος της Ένωσης. Για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να εκλεγεί Καγκελάριος από το κόμμα των Πρασίνων, στο οποίο πλέον ηγείται η σαραντάχρονη Αναλένα Μπέρμποκ, είναι ορατό στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Οι Πράσινοι είναι δηλωμένοι φεντεραλιστές και ατλαντιστές, που επιθυμούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και συνάμα την αυστηρότερη στάση στην Ευρασία, ενώ δεδομένης της «πράσινης ατζέντας» και της ευαισθησίας τους στα ανθρώπινα δικαιώματα, συγκλίνουν σε αρκετά σημεία με τις πολιτικές Μπάιντεν. Το ενδιαφέρον βέβαια έγκειται στις θέσεις των Πρασίνων έναντι της Τουρκίας, οι οποίες ευνοούν τη χώρα μας. Υπενθυμίζεται ότι έχουν ταχθεί ανοικτά υπέρ της επιβολής εμπάργκο όπλων στην Τουρκία και την μη παράδοση των έξι νέων υποβρυχίων τύπου «Παπανικολή» (U-214). Διόλου ασήμαντη λεπτομέρεια είναι και η προθυμία τους να συζητήσουν και τις γερμανικές αποζημιώσεις.

Σημειώνεται ότι η Γερμανία ήταν ο κύριος προορισμός των τουρκικών εξαγωγών με 16,6 δισ. δολάρια για το 2019. Οι εισαγωγές της Τουρκίας από τη Γερμανία ανήλθαν σε 19,3 δισ. δολάρια για το ίδιος έτος, με τον όγκο συναλλαγών να ανέρχεται στα 35,9 δισ. δολάρια. Πέραν τούτου, περίπου 7000 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Τουρκία. Παράλληλα, έκθεση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών αναφέρει ότι «πάνω από 7400 γερμανικές και τουρκικές επιχειρήσεις στην Τουρκία έλαβαν [γερμανικά] ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια». Επομένως, οι προεκλογικές δηλώσεις των Πρασίνων,  που φαίνεται να ευνοούν την Ελλάδα -μολονότι πόρρω απέχουν από τις μετεκλογικές πράξεις εν γένει-, δεν πρέπει να μας παρασύρουν σε εφησυχασμό και αδράνεια, ώστε να ανατραπεί η έως τώρα εξόφθαλμα φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στη Γερμανία κατοικούν περί τα 3 εκατομμύρια Τούρκοι ή τουρκικής καταγωγής πολίτες, που επηρεάζονται από τα κελεύσματα της Υψηλής Πύλης και θα υποσκάψουν την οποιαδήποτε υπόνοια αντιτουρκικής πολιτικής με τις προσβάσεις που διαθέτουν στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Γαλλία

Στη Γαλλία, μεγάλη μάχη δίνει ο λάτρης της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας Εμμανουέλ Μακρόν έναντι της Μαρίν Λεπέν που απειλεί ευθέως να τον εκθρονίσει. Ο πρώτος επιχείρησε αλλεπάλληλα ανοίγματα προς την κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη για τη θεμελίωση μιας ελληνογαλλικής στρατηγικής σχέσης, αλλά δυστυχώς δεν έτυχαν αποδοχής κυρίως λόγω της διαχρονικής επιλογής της Ελλάδας να παραμείνει αυτοεγκλωβισμένη σε μια μονοδιάστατη εξωτερική πολιτική τύπου δορυφόρου των Αμερικανών και υποκόμου των Γερμανών. Παρά ταύτα, εκτιμάται ότι εάν η Ελλάδα τείνει το χέρι στη Γαλλία του Ε. Μακρόν, θα υπάρξει άμεση ανταπόκριση, και τώρα αλλά και σε πιθανή επανεκλογή του.

Ισχνές είναι και οι πιθανότητες ομαλοποίησης των τεταμένων σχέσεων Ε. Μακρόν με τον Ρ.Τ. Ερντογάν. Έκθεση του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (IFRI) αναφέρει εκτός των άλλων ότι «η διαμάχη Μακρόν-Ερντογάν είναι ένας αγώνας που έχουν ανάγκη και οι δύο ηγέτες ενόψει των εκλογών που θα αντιμετωπίσει ο καθένας στη χώρα του». Στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι η γαλλοτουρκική ρήξη «σταδιακά μετατράπηκε σε μια μακροχρόνια γεωπολιτική αντιπαλότητα» στην οποία η Γαλλία θεωρεί τον εαυτό της ως υπερασπιστή της Ευρώπης που επιδιώκει να περιορίσει τις περιφερειακές φιλοδοξίες της Τουρκίας και να αποτρέψει τη διάδοση του πολιτικού Ισλάμ.

Σε ό,τι αφορά τη Μαρίν Λεπέν, αν και δεν είναι ξεκάθαρο ποια στάση θα κρατήσει έναντι της Ελλάδας, σε περίπτωση που ανεβεί στον Προεδρικό θώκο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα τεράστια εσωτερικά προβλήματα της Γαλλίας με τις ισλαμικές κοινότητες, αλλά και η πολιτική της ιδιοσυγκρασία συνδυαστικά, θα λειτουργήσουν ανασταλτικά σε μια γαλλοτουρκική προσέγγιση.

Ενδεικτικό της εσωτερικής κατάστασης της Γαλλίας είναι η πολύκροτη επιστολή «20 στρατηγών, 100 υψηλόβαθμων αξιωματικών και περισσότερων από 1000 άλλων στρατιωτικών» προς τον Πρόεδρο της Γαλλίας με την οποία προειδοποιούν ότι πιθανή αδράνεια θα οδηγήσει την χώρα σε εσωτερική ανάφλεξη και επομένως απαιτούνται αυστηροί περιορισμοί για τις «ορδές των προαστίων» πριν να είναι πολύ αργά. Μάλιστα αναφέρουν ότι κρίνεται επιβεβλημένη η επιβολή στρατιωτικού νόμου προς αποφυγή του «ισλαμιστικού κινδύνου». Η Μαρίν Λεπέν, έσπευσε να δηλώσει ότι συμμερίζεται απολύτως τις ανησυχίες αυτές, ζητώντας στήριξη στην προεκλογική της εκστρατεία έναντι του Ε. Μακρόν. Είναι προφανές λοιπόν ότι η εξάπλωση του ριζοσπαστικού Ισλάμ βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα των γαλλικών εκλογών και αναμφίβολα επηρεάζει τις γαλλοτουρκικές σχέσεις. Μάλιστα στις 10 Μαΐου 2021 εξεδόθη και δεύτερη αντίστοιχη επιστολή η οποία φέρει την υπογραφή δεκάδων χιλιάδων «εν ενεργεία» στρατιωτικών.

Ιταλία

Στην Ιταλία ο Ματέο Σαλβίνι, ο γραμματέας της Λέγκα του Βορρά -η οποία μετέχει στην κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι-, είναι γνωστός για τα αντιτουρκικά του αισθήματα και ξεκαθαρίζει:

«Θεωρώ ότι, η στάση της Ευρώπης απέναντι στις συνεχείς τουρκικές παραβιάσεις είναι αδύναμη. Αν κάποιοι νομίζουν ότι θα γυρίσουμε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει λάθος αντίληψη της πραγματικότητας, και το ίδιο ισχύει για όποιον νομίζει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες ως όπλο για εκβιασμούς».

Η δε ανάληψη της εξουσίας από τον τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι, ο οποίος υπενθυμίζεται ότι ως επικεφαλής της ΕΚΤ είχε κοντραριστεί με το Βερολίνο, συνοδεύτηκε με μια δυσάρεστη έκπληξη για τον Ρ.Τ. Ερντογάν, ο οποίος άκουσε δημοσίως την αλήθεια για την διακυβέρνησή του. Σημειώνεται ότι οι εξαγωγές της Ιταλίας προς την Τουρκία για το 2019 ανήλθαν σε 9,3 δισ. δολάρια, ενώ οι εισαγωγές της Ιταλίας από την Τουρκία είχαν αλματώδη αύξηση από το 2016 και εντεύθεν. Μάλιστα, περίπου 1300 ιταλικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Τουρκία. Διόλου ευκαταφρόνητα μεγέθη λοιπόν.

Παρά ταύτα, ο Μ. Ντράγκι, εξασφαλίζοντας το πράσινο φως από την Ουάσιγκτον για να δράσει ως broker των αμερικανικών συμφερόντων στη Λιβύη, άδραξε την ευκαιρία του sofagate για να αυξήσει την πίεση με απώτερο σκοπό την έξωση της Τουρκίας από τη Λιβύη, με όφελος σαφώς πολλαπλάσιο της ακύρωσης μιας παραγγελίας ελικοπτέρων από την Τουρκία. Άλλωστε σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας διαδραματίζει η ΕΝΙ που έχει διαχρονικά συμφέροντα στη Λιβύη. Έτσι δεν είναι μόνο ο Μ. Σαλβίνι που υποστηρίζει μία αντιτουρκική στροφή της Ιταλίας, αφού και ο Μ. Ντράγκι έχει αρχίσει να ξηλώνει το στενό ιταλοτουρκικό κοστούμι με τις υπερατλαντικές ευλογίες αλλά και την αναδυόμενη συνεργασία με τη Γαλλία.

Προδραστική εμβριθής εθνική στρατηγική

Η διαφαινόμενη αντιτουρκική στροφή της Ιταλίας βέβαια, δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ταύτισή με τις ελληνικές θέσεις. Αυτό που καθορίζει τις διεθνείς σχέσεις είναι τα κοινά συμφέροντα, πράγμα που γίνεται φανερό και από τις συντονισμένες ενέργειες Αιγύπτου-Ιταλίας για οριοθέτηση ΑΟΖ με τη Λιβύη οι οποίες γίνονται πίσω από την πλάτη μας (;). Είναι πρόδηλο ότι οι ευνοϊκές γεωπολιτικές συνθήκες αποτελούν την εύφορη γη, η οποία όμως χρειάζεται έναν φιλόδοξο και στρατηγικό διαχειριστή που θα εργαστεί κατάλληλα για να την εκμεταλλευτεί και να αποδώσει τα μέγιστα.

Η εξωτερική πολιτική δεν εφαρμόζεται ούτε με παρακάλια, ούτε με παραχωρήσεις/υποχωρήσεις χωρίς ανταλλάγματα -η προσφιλής ελληνική πρακτική-, αλλά αντιθέτως, με στοχευμένες ευγενικές απειλές. Γνωστή είναι η ρήση του Προέδρου Θ. Ρούσβελτ «Να μιλάς απαλά και να κρατάς ένα μεγάλο ραβδί». Είναι κρίσιμη αναγκαιότητα λοιπόν να πάψουμε να τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις και να χαράξουμε μια προδραστική (proactive) αυτόφωτη εμβριθής εθνική στρατηγική την οποία η εκάστοτε κυβέρνηση θα είναι δεσμευμένη να εφαρμόζει, αντί να τη μεταχειρίζεται με κοντόφθαλμη και εθνικά επιζήμια μικροπολιτική σκοπιμότητα.

πηγή

*Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο. Αρθρογραφεί για θέματα γεωπολιτικής, άμυνας και πολιτικής. Εργάζεται ως ειδικός τεχνικός σύμβουλος.