ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

Κάποιος νέος,
μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λύκου,
παρασυρμένος απ΄ του κόσμου τις ηδονές,
είχε βυθιστεί στη λάσπη της ασωτίας.
Κάποτε όμως συνήλθε, σαν το άσωτο, κι εζήτησε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα.
Άφησε τον κόσμο,για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας.
Καταφύγιό του έκανε ένα παμπάλαιο μνήμα.
Κλεισμένος θεληματικά σ΄ αυτή τη πρωτότυπη φυλακή, έκλαιε πικρά τη τραυματισμένη ψυχή του. Οι Άγγελοι εχαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κάνουν έφοδο. Τριγύριζαν τη νύκτα το μνήμα κι έλεγαν οργισμένα:
– Πού είσαι άθλιε;
Γιατί μας απαρνήθηκες ύστερα από τόση φιλία;
Αφού τα γεύτηκες όλα κατά κόρον, αποφάσισες να γίνεις άγιος.
Πολύ αργά τώρα να παριστάνεις τον σώφρονα, ελπίζοντας για έλεος.
– Έλα, έξω ανόητε, του φώναζαν άλλοι.
Σε περιμένει η συντροφιά σου.
– Δυστυχισμένε, του ψιθύριζαν οι πονηρότεροι, για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.
Αυτού που τρύπωσες, γρήγορα θα βρεις το θάνατο και την αιώνια καταδίκη.
Με τόση κακία πάσχιζαν να τον φέρουν σε απελπισία! Μα ο γενναίος αγωνιστής ήταν πια αποφασισμένος να πεθάνει καλύτερα, παρά να γυρίσει στα ίδια. Ζήτησε με θερμή ικεσία τη Θεία βοήθεια, περιφρονώντας τη δαιμονική φαντασία.
Την άλλη βραδιά ο διάβολος έγινε πιο απειλητικός: – Αν δεν βγεις αμέσως έξω, δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου. Κι επειδή φυσικά εκείνος δεν τον άκουσε, του επιτέθηκε και τον άφησε σχεδόν νεκρό από χτυπήματα. Έτσι εκδικήθηκε. Οι συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι για την ξαφνική του εξαφάνιση, τον αναζήτησαν παντού. Τέλος τον ανακάλυψαν σε κακή κατάσταση μέσα στο μνήμα. Μα όσο κι αν επέμεναν, στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν να τους ακολουθήσει.
Ακόμη μια νύκτα του επιτέθηκαν οι δαίμονες με ασυγκράτητη μανία και θα τον εθανάτωναν με τους άγριους δαρμούς, αλλά δεν είχαν εξουσία. Ο αθλητής δεν κλονίστηκε. Προτίμησε να χάσει τη πρόσκαιρη ζωή, παρά να μολύνει, ύστερα από τη μετάνοια, το σώμα και την ψυχή του πάλι με το μικρόβιο της αμαρτίας.
Τότε τα δαιμόνια αναγνώρισαν την ήττα τους. – Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας κι εξαφανίστηκαν και ούτε τόλμησαν πια να τον πειράξουν.
Ελευθερωμένος έτσι από κάθε δοκιμασία, έμεινε στο μνήμα του ως το τέλος της ζωής του ο πρώην άσωτος, και αξιώθηκε να κάνει θαύματα, για να φανεί η δύναμις της μετάνοιας.

Εκ του Γεροντικού, ”Σταλαγματιές από την Πατερική σοφία,” εκδόσεις ”Λυδία,” Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 128