Περὶ ὑπακοῆς

1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Ἡ ὑπακοὴ ποὺ συνοδεύεται μὲ τὴν ἐγκράτεια ὑποτάσσει θηρία».

9. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σιλουανὸ ὅτι εἶχε ἕναν μαθητή, ποὺ τὸν ἔλεγαν Μᾶρκο. Αὐτὸς εἶχε μεγάλη ὑπακοὴ καὶ ἦταν καλλιγράφος. Ὁ Γέροντας τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ὑπακοή του. Εἶχε καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές, οἱ ὁποῖοι στενοχωροῦνταν, γιατὶ αὐτὸν τὸν ἀγαποῦσε παραπάνω ἀπ᾿ αὐτούς.

Τὸ ἔμαθαν οἱ Γέροντες καὶ λυπήθηκαν. Πῆγαν λοιπὸν κάποια μέρα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐλέγχουν. Τοὺς πῆρε μαζί του, βγῆκαν ἔξω καὶ κτύπησε ἕνα – ἕνα τὰ κελιὰ λέγοντας:

«Ἀδελφὲ τάδε, ἔλα, γιατὶ σὲ χρειάζομαι».

Ἀλλὰ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν τὸν ἀκολούθησε ἀμέσως.

Πῆγε καὶ στὸ κελὶ τοῦ Μάρκου καὶ κτύπησε λέγοντας:

«Μᾶρκο».

Ἐκεῖνος μόλις ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Γέροντα, ἀμέσως πήδησε ἔξω, καὶ τὸν ἔστειλε σὲ διακονία.

Λέει τότε στοὺς Γέροντες:

«Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, Πατέρες;»

Μπῆκε κατόπιν στὸ κελὶ τοῦ ἀδελφοῦ νὰ δεῖ τὴν καλλιγραφία ποὺ ἔκανε, καὶ παρατήρησε ὅτι εἶχε ξεκινήσει νὰ κάνει τὸ ὄμικρον ἀλλὰ μόλις ἄκουσε τὸν Γέροντα, δὲν ἔστριψε τὴν πέννα νὰ τὸ ὁλοκληρώσει. Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Γέροντες:

«Πράγματι, αὐτὸν ποὺ ἐσὺ ἀγαπᾷς, ἀββᾶ, αὐτὸν καὶ ἐμεῖς ἀγαποῦμε, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ».

13. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μιῶς, ὅτι ἡ ἀληθινὴ ὑπακοὴ ἔχει ἀντάλλαγμα τὴν ὑπακοή. Ὅταν κανεὶς ὑπακούει στὸν Θεό, τὸν ἀκούει καὶ ὁ Θεός.

14. Ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς εἶπε σ᾿ ἕναν ἀδελφό:

«Ἂς ἀποκτήσουμε τὴν ὑπακοή, ἡ ὁποία γεννάει τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴ μακροθυμία, τὴν κατάνυξη, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ πολεμικά μας ὅπλα».

15. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐμπρός, ἀδελφέ, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ὑπακοή.

  • Σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ταπείνωση,
  • σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει δύναμη,
  • σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει χαρά,
  • σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ὑπομονή,
  • σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει μακροθυμία,
  • σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ φιλαδελφία,
  • σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει κατάνυξη,
  • σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἀγάπη.

Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει καλὴ ὑπακοή, ἤδη ἔχει ἐφαρμόσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

16. Εἶπε πάλι:

«Μοναχὸς νηστευτὴς ποὺ εἶναι ὑποτακτικός σε πνευματικὸ πατέρα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, αὐτὸς ὁ μοναχὸς δὲν θὰ ἀποκτήσει καμιὰ ἀρετή, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ξέρει τί θὰ πεῖ μοναχός».

25. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική:

«Ἐφόσον εἴμαστε σὲ κοινόβιο, τὸ προβάδισμα τὸ δίνουμε στὴν ὑπακοὴ μᾶλλον καὶ ὄχι στὴν ἄσκηση. Γιατὶ αὐτὴ κατευθύνει στὴν ὑπερηφάνεια, ἐνῷ ἡ ὑπακοὴ στὴν ταπεινοφροσύνη».

26. Εἶπε ἐπίσης:

«Πρέπει μὲ διάκριση νὰ διευθετοῦμε τὰ πράγματα τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, μένοντας σὲ κοινόβιο μὴν ἐπιδιώκουμε ὅ,τι ἀρέσει σὲ μᾶς, οὔτε νὰ ὑπηρετοῦμε τὴ δική μας γνώμη, ἀλλὰ νὰ πειθαρχοῦμε στὸν πνευματικό μας πατέρα ποὺ τοῦ ἐμπιστευθήκαμε. Παραδώσαμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ἐξορία, δηλαδὴ ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὶς κοσμικὲς φροντίδες. Ἀπ᾿ ὅ,τι ἀποξενωθήκαμε, μὴν ἀναζητοῦμε τὰ ἴδια. Ἐκεῖ εἴχαμε δόξα, ἐδῶ ἀτιμία, ἐκεῖ ἀφθονία τροφῶν, ἐδῶ καὶ τοῦ ψωμιοῦ ἀκόμη τὴ στέρηση».

27. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Θησαυρός μεγάλης ἀξίας εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὸς ποὺ τὴν ἔχει θὰ εἰσακουσθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θαρρετὰ θὰ σταθεῖ δίπλα στὸν Ἐσταυρωμένο. Γιατὶ ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος ὑπάκουσε μέχρι θανάτου».

29. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ἐὰν κάποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη σ᾿ ἕναν πνευματικὸ πατέρα καὶ παραδίνει τὸν ἑαυτόν του σ᾿ αὐτὸν διὰ τῆς ὑπακοῆς, δὲν ἔχει ἀνάγκη νά᾿ναι στραμμένη ἡ προσοχή του στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὸν πατέρα του νὰ καταθέτει τὰ θελήματά του καὶ δὲν θὰ τὸν κατηγορήσει ὁ Θεός. Γιατὶ τίποτε δὲν ζητάει ὁ Θεὸς τόσο ἀπὸ τοὺς ἀρχαρίους, ὅσο τὸν μεγάλο κόπο τῆς ὑπακοῆς.

35. Εἶπε Γέροντας:

«Ἀδελφοί, ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ εἶπε ὁ Σωτῆρας στοὺς μαθητές του ἦταν ὅτι θὰ ἔχετε θλίψη καὶ στενοχώρια. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀποφεύγει τὴν ἀρχή, χάνει τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς στὰ παιδιὰ προσφέρονται τὰ γράμματα καὶ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μόρφωσης, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν καὶ τὴν γνώση, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς μένοντας ὑπάκουος μέσα σὲ κόπους καὶ σὲ θλίψεις, γίνεται συγκληρονόμος Χριστοῦ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

36. Εἶπε Γέροντας:

«Αὐτὰ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανούς:

Νὰ ὑπακούει ὁ χριστιανὸς στὶς ἅγιες Γραφές, αὐτὰ ποὺ λέγονται νὰ τὰ ἐφαρμόζει καὶ νὰ πειθαρχεῖ στοὺς ὀρθόδοξους ποιμένες καὶ Πατέρες».

39. Κάποιος ἀδελφὸς ποὺ ἦταν ὑποταγμένος, ἔτσι ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, σὲ πνευματικὸ καὶ ἅγιο Γέροντα, τοῦ εἶπε μία μέρα:

«Πάτερ, ἐπειδὴ ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι περνώντας μέσα ἀπὸ πολλὲς θλίψεις θὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ βλέπω ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω καμιὰ θλίψη, τί πρέπει νὰ κάνω, μὴν τυχὸν χάσω τὴν ψυχή μου;»

Ὁ Γέροντας τὰ ἄκουσε καὶ τοῦ λέει:

«Να μὴν στενοχωριέσαι καθόλου, ἐσὺ δὲν ἔχεις εὐθύνη. Καθένας, ποὺ βάζει τὸν ἑαυτό του σὲ ὑπακοὴ στοὺς Πατέρες, αὐτὴ τὴν ἀμεριμνία καὶ τὴν ἀνάπαυση ἐξασφαλίζει».

Πηγή:Μέγα Γεροντικό

Έκδοση:Ιερά Μονή Παρακλήτου