4. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δουλᾶς, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Βησαρίωνα:
Καθὼς βαδίζαμε κάποτε στὰ ἀμμώδη ὑψώματα δίπλα ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίψασα καὶ εἶπα στὸν ἀββᾶ Βησαρίωνα:
«Ἀββᾶ, διψῶ πολύ».
Καὶ ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἔκαμε εὐχή, μοῦ εἶπε:
«Πιὲς ἀπ᾿ τὴ θάλασσα».
Κι ἔγινε γλυκὸ τὸ νερὸ καὶ ἤπια. Ὡστόσο ὅμως ἐγὼ γέμισα καὶ τὸ δοχεῖο μου, μὴ τυχὸν διψάσω παρακάτω.
Καὶ μόλις μὲ εἶδε ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε:
«Γιατί γέμισες νερό;»
«Συγχώρησέ με, τοῦ ἀπάντησα, μὴ τυχὸν διψάσω παραπέρα».
Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντα:
«Ὁ Θεὸς εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ καὶ παντοῦ εἶναι ὁ Θεός».
6. Κάποια ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς πηγαίναμε σὲ κάποιον Γέροντα, πῆγε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψει. Προσευχήθηκε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:
«Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος ὥσπου νὰ φτάσω στὸν δοῦλο σου». Κι ἔγινε ἔτσι.
13. Κάποια γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο τοῦ μαστοῦ, καθὼς ἄκουσε σχετικὰ μὲ τὸν ἀββᾶ Λογγῖνο, ζήτησε νὰ τὸν συναντήσει.
Ἀσκήτευε ἐκεῖνος στὸ Ἔνατο τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Καθὼς τὸν ἀναζητοῦσε ἡ γυναῖκα, συμπτωματικὰ ὁ μακαριστὸς ἐκεῖνος μάζευε ξύλα στὴν ἀκροθαλασσιά.
Μόλις τὸν συνάντησε τοῦ εἶπε:
«Ἀββᾶ, ποῦ μένει ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ;» χωρὶς νὰ βάλει μὲ τὸ νοῦ της ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος.
Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Τί τὸν θέλεις ἐκεῖνον τὸν ἀπατεῶνα; Καθόλου μὴν πᾶς σ᾿ αὐτόν, γιατὶ εἶναι κατεργάρης. Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχεις;»
Ἡ γυναῖκα τότε ἔδειξε τὸ πάθος της κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ μέρος ποὺ ἔπασχε, τὴν ἄφησε νὰ φύγει λέγοντάς της:
«Πήγαινε καὶ θὰ σὲ θεραπεύσει ὁ Θεός, γιατὶ ὁ Λογγῖνος σὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σὲ ὠφελήσει».
Ἔφυγε ἡ γυναῖκα, ἀφοῦ πίστεψε στὸν λόγο του καὶ θεραπεύτηκε ἀμέσως. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ διηγήθηκε σὲ κάποιους τὴν ὑπόθεση καὶ ἀνέφερε τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Γέροντα, διαπίστωσε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος.
14. Ἄλλοτε πάλι τοῦ ῾φεραν κάποιο ἕναν δαιμονισμένο κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
«Σὰν τί θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω, πάτε καλύτερα στὸν ἀββᾶ Ζήνωνα».
Ἀργότερα ὁ ἀββᾶς Ζήνων ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει τὸν δαίμονα προσπαθώντας νὰ τὸν διώξει.
Κι ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ δαιμόνιο:
«Καὶ τί νομίζεις, ἀββᾶ Ζήνων, ὅτι ἐξαιτίας σου φεύγω; Νά, ἐκεῖ προσεύχεται ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, παρακαλώντας τὸν Θεὸ ἐναντίον μου καὶ ἐπειδὴ φοβᾶμαι τὶς προσευχές του βγαίνω, ἐσένα οὔτε ποὺ σοῦ ἔδινα σημασία».
15. Ἄλλοτε πάλι μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶχε στὸ χέρι της ἀρρώστια ποὺ δὲν θεραπευόταν, πῆγε μαζὶ μὲ μιὰ ἄλλη γυναῖκα ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί του, πρὸς τὸ βορινὸ παράθυρο καὶ τὸν ἔβλεπε ἐκεῖ ποὺ καθόταν καὶ ἐργαζόταν. Καὶ τὴ μάλωνε λέγοντας:
«Φύγε ἀπὸ δῶ, γυναῖκα».
Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἔμενε ἐκεῖ κοιτάζοντάς τον δίχως νὰ μιλάει, γιατὶ φοβόταν.
Κατάλαβε ὅμως ὁ Γέροντας τί εἶχε, ἀπὸ πληροφορία ποὺ τοῦ ᾿δῶσε ὁ Θεός.
Σηκώνεται λοιπὸν καὶ κλείνοντας τὸ παράθυρο μπροστά της, τῆς εἶπε:
«Φύγε, δὲν ἔχεις τίποτε τὸ κακό».
Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύτηκε ἡ γυναῖκα.
16. Ἄλλοτε πάλι πῆγε σ᾿ αὐτὸν κάποιος μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συναντήσει. Καὶ πῆρε τὸ κουκοῦλι τοῦ Γέροντα καὶ καθὼς πῆγε σὲ κάποιον ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο, μόλις ἀκούμπησε τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπεῖ, ἔβγαλε κραυγὴ ὁ δαιμονισμένος λέγοντας:
«Τί μοῦ ἔφερες ἐδῶ τὸν Λογγῖνο γιὰ νὰ μὲ διώξει;»
Καὶ ἀμέσως, τὴν ἴδια στιγμή, βγῆκε τὸ δαιμόνιο ἀπ᾿ αὐτόν.
24. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα ὅτι εἶχε μία θυγατέρα παρθένο, εὐλαβῆ σὰν τὸν πατέρα της, μὲ τὸ ὄνομα Εἰρήνη. Ἕνας γνωστὸς αὐτῆς τῆς ἔδωσε ἕνα πολύτιμο κόσμημα νὰ τοῦ τὸ φυλάξει. Κι αὐτὴ γιὰ νὰ τὸ ἀσφαλίσει καλύτερα, ἔκρυψε τὸ θησαυρὸ στὴ γῆ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἡ παρθένος.
Πέρασε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ παρουσιάζεται αὐτὸς ποὺ εἶχε δῶσε τὸν θησαυρό. Μὴ βρίσκοντας τὴν θυγατέρα του, τὰ ἔβαλε μὲ τὸν πατέρα της, τὸν ἀββᾶ Σπυρίδωνα, ἄλλοτε ἀπειλώντας τον καὶ ἄλλοτε παρακαλώντας τον.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς συμφορὰ τὴ ζημιὰ ποὺ ἔπαθε αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὸν θησαυρό, ἦρθε στὸν τάφο τῆς θυγατέρας του καὶ ζητοῦσε ἀπ᾿ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει πρόωρα τὴν ἀνάσταση ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καὶ νὰ ποὺ δὲν διαψεύδεται, γιατὶ ἐμφανίζεται ἀμέσως ζωντανὴ ἡ παρθένος στὸν πατέρα της καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε τὸν τόπο, ὅπου βρισκόταν τὸ κόσμημα, ἔφυγε πίσω πάλι. Ἔτσι πῆρε ὁ Γέροντας τὸν θησαυρὸ καὶ τὸν ἔδωσε.
30. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι τὸ κελί του ἦταν φωτεινὸ σὰν τὴν ἡμέρα. Καὶ ὅπως διάβαζε καὶ ἐργαζόταν τὴν ἡμέρα, ἔτσι γινόταν καὶ τὴ νύχτα.
Πηγή:Μέγα Γεροντικό
Έκδοση:Ιερά Μονή Παρακλήτου