ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΚΗΤΕΣ αγωνίζονταν στην έρημο της Θηβαΐδος. Μα ήταν νέοι κι άπειροι κι ο διάβολος τους έστηνε ένα σωρό παγίδες.
Ο πιο νέος κάποτε πολεμήθηκε πολύ δυνατά στην σάρκα. Έχασε γι’ αυτό την ψυχραιμία του και την υπομονή του και είπε μια μέρα αποφασιστικά στον μεγαλύτερο:
– Δεν αντέχω πια, θα γυρίσω στον κόσμο.
Εκείνος πάλι, καταστενοχωρημένος για τον πειρασμό που βρήκε τον αδελφό του, προσπαθούσε να τον συγκροτήσει.
– Δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις από εδώ, του έλεγε, να χάσεις όλους σου τους κόπους και την αγνότητά σου.
Που να τον πείσει όμως!…
– Δεν κάθομαι, επέμενε, θα φύγω, θα τα δοκιμάσω όλα κι ύστερα βλέπουμε. Αν θέλεις, έλα μαζί μου και γυρίζουμε πάλι πίσω κι οι δύο ή μένω για πάντα στον κόσμο.
Ο μεγαλύτερος αδελφός τότε, μην ξέροντας τι να κάνει, πήγε να συμβουλευθεί έναν γείτονά τους Γέροντα.
– Πήγαινε μαζί του, του είπε εκείνος, όταν άκουσε την υπόθεση. Ο Θεός για χάρη σου ελπίζω πως δεν θα τον αφήσει να ζημιωθεί.
Έτσι, ξεκίνησαν οι δύο συνασκητές μαζί να κατεβούν στην πόλη. Καθώς όμως πλησίαζαν, εκείνος που είχε τον πειρασμό, είπε ξαφνικά στον αδελφό του:
– Ας υποθέσουμε πως έκανα την επιθυμία μου. Τί κέρδισα με τούτο; Έλα, αδελφέ, να γυρίσουμε πίσω στην ησυχία μας.
Εκείνος τον έβλεπε σαστισμένος και δεν πίστευε στα αυτιά του.
Ύστερα θυμήθηκε τα λόγια του αγίου Γέροντος:
– Θα δει ο Θεός τον κόπο σου και δεν θα τον αφήσει να βλαβεί.
Και πράγματι, ο αδελφός είχε ανακουφισθεί από τον δυνατό πολεμο, και γύρισαν ευχαριστημένοι κι οι δύο στα κελλιά τους.