Περί εκείνων οι οποίοι πεθαίνουν και επανέρχονται πάλι στη ζωή και ότι πολλές φορές οι αμαρτωλοί, ενώ ακόμη αναπνέουν, βλέπουν τους δαίμονες
Μοναχού Παύλου: Ευεργετινός
Περί εκείνων οι οποίοι πεθαίνουν και επανέρχονται πάλι στη ζωή. Αυτό συμβαίνει κατά θεία οικονομία. Και ότι πολλές φορές οι αμαρτωλοί, ενώ ακόμη αναπνέουν, βλέποντας τα ευρισκόμενα στον Άδη βασανιστήρια και τους δαίμονες, τρέμουν. Υπό το κράτος δε αυτού του τρόμου, αποχωρίζονται οι ψυχές τους από το σώμα.
Α΄. Γρηγορίου του Διαλόγου.
Ερώτηση Πέτρου
Πως θα εξηγήσουμε το φαινόμενο που συμβαίνει σε πολλούς, κατά το οποίο, αυτοί αρπάζονται από το σώμα (αν και αυτό φαίνεται πλάνη) και θεωρούμενοι προς στιγμήν νεκροί, εφ’ όσον καθίστανται άψυχοι, πάλι ξαναγυρίζουν στην ζωή;
Απόκρισις Γρηγορίου
Αυτό το φαινόμενο Πέτρε, εάν το εννοήσει κανείς καλά, δεν είναι πλάνη, αλλά θεϊκή νουθεσία προς τον άνθρωπο. Διότι αυτό το φαινόμενο το πραγματοποιεί η ευσπλαχνία του Θεού, κατ’ οικονομίαν, και το προσφέρει ως την μεγαλύτερη δωρεά ελέους, ώστε πολλοί, μετά την έξοδο της ψυχής τους από το σώμα, να επανέρχονται πάλι στο νεκρωμένο σώμα, για να δουν μόνοι τους, με τα μάτια της ψυχής τους, τα βασανιστήρια του Άδη, τα οποία δεν πίστευαν οσάκις τα άκουγαν από τους άλλους, και τοιουτοτρόπως να φοβηθούν.
Κάποτε ζούσε ένας Μοναχός, ονομαζόμενος Πέτρος. Αυτός ο Μονάχος υποτάχθηκε σε έναν Γέροντα Ασκητή, τον Εββασά, που ασκήτευε σε ένα ερημικό και δασώδη τόπο.
Ο Γέρων Εββασά διηγήθηκε στον υποτακτικό του Πέτρο, ότι πριν να εγκατασταθεί σε αυτόν τον ερημικό τόπο, ασθένησε και πέθανε. Αμέσως όμως η ψυχή του επέστρεψε και πάλι στο σώμα και, αφού συνήλθε, διαβεβαίωνε, ότι είδε με τα μάτια του, τα βασανιστήρια του Άδη και τους αμέτρητους φλογισμένους τόπους, και ότι ακόμη είδε κρεμασμένους σε εκείνη την φλόγα και αρκετούς από τους άρχοντες του κόσμου αυτού.
Καθώς δε και ο ίδιος οδηγήθηκε, για να ριχτεί στον τόπο εκείνο της βασάνου και της φλόγας, έξαφνα παρουσιάσθηκε ένας αστραφτερός Άγγελος και εμπόδισε να τον ρίξουν σε εκείνη την φωτιά. Είπε δε ο Άγγελος προς αυτόν:
– Πήγαινε και έχε τον νου σου, απ’ εδώ και μπρος πρέπει να ζήσεις με μεγάλη προσοχή.
Μετά τους λόγους αυτούς, άρχισαν να ξαναζεσταίνονται τα παγωμένα μέλη του νεκρωμένου σώματος και αφού ξύπνησε τελείως, από τον ύπνο του αιωνίου θανάτου, διηγήθηκε στους παριστάμενους όλα όσα του συνέβησαν.
Κατόπιν δε επιδόθηκε σε τόσο αυστηρές νηστείες και αγρυπνίες, ενθυμούμενος πάντοτε τα βάσανα που είδε στον Άδη και φοβούμενος από αυτά, ώστε και εάν ακόμη δεν το έλεγε με την γλώσσα του, το διακήρυσσε με την ζωή του εν γένει.
Κατ’ αυτό τον τρόπο χάρη στην αξιοθαύμαστη πρόνοια του Θεού, για να μην καταδικασθεί στον αιώνιο θάνατο της κολάσεως, συνέβη σ’ αυτόν ο προσωρινός θάνατος. Επειδή η καρδιά του ανθρώπου κατέχεται πάντοτε από βαριά σκληρότητα, ίσως κάποτε αυτή η επίδειξη των βασάνων της αιώνιας κολάσεως, δυνηθεί να την επιστρέψει προς μετάνοια.
Άλλοτε πάλι, η επίδειξη αυτή των βασάνων της αιώνιας κολάσεως γίνεται για περισσότερη κατάκριση μερικών αμελών και αδιάφορων, οι οποίοι και μετά την τρομακτική αυτή όραση, επανερχόμενοι και πάλι στη ζωή παραμένουν εξ ίσου, όπως και προηγουμένως, αδιόρθωτοι, οπότε δεν απομένει πλέον σ’ αυτούς καμμία δικαιολογία.
Β΄. Γρηγορίου του Διαλόγου προς τον διάκονο του Πέτρο.
Ότι πολλάκις οι ψυχές όταν βρίσκονται ακόμη στο σώμα, βλέπουν μερικά από τα βασανιστήρια της κολάσεως από τα ακάθαρτα πνεύματα, άλλες μεν για την δική τους οικοδομή, άλλες δε για οικοδομή εκείνων που τις ακούνε.
1, Ζούσε κάποτε, ένας νέος ονομαζόμενος Θεόδωρος. Αυτός ήταν πάρα πολύ ακατάστατος και ακολούθησε τον αδελφό του, που ήταν Μοναχός, στο Μοναστήρι από ανάγκη και όχι από προσωπική του κλίση και θέληση.
Εάν κανείς του έλεγε κανένα καλό λόγο για τη σωτηρία του, αυτός, επειδή ήταν πάρα πολύ απείθαρχος, όχι μόνο δεν ήταν διατεθειμένος να εκτελέσει τη συμβουλή, αλλά ούτε καν να την ακούσει. Πολύ περισσότερο δεν δεχόταν ποτέ να γίνει Μοναχός.
Συνέβη λοιπόν ο νέος αυτός να προσβληθεί και αυτός στον μηρό από θανατηφόρο ασθένεια (σημ. ίσως να ήταν η λεγόμενη βουβωνική πανώλη) και να φθάσει στο τέλος της ζωής του.
Κοντά του συγκεντρώθηκαν όλοι οι αδελφοί του Μοναστηριού. Καθώς δε τον έβλεπαν ήδη να πεθαίνει, (γιατί το σώμα του έχοντας παγώσει παντού, είχε νεκρωθεί, λίγη μόνο θέρμη ζωής, είχε απομείνει στο στήθος του).
Άρχισαν να προσεύχονται με επιμονή γι’ αυτόν και να παρακαλούν τον φιλάνθρωπο Θεό να τον ευσπλαχνισθεί κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα του.
Έξαφνα, ενώ οι αδελφοί προσεύχονταν, ο Θεόδωρος άρχισε να κραυγάζει με μεγάλη φωνή και να διακόπτει τις προσευχές των Μοναχών και να λέει:
– Φύγετε από κοντά μου, απομακρυνθείτε, διότι εγώ παραδόθηκα πλέον στον δράκοντα, να με κατασπαράξει. Αυτός ο δράκοντας δεν μπορεί να με φάει τελείως, εξ αιτίας της παρουσίας σας. Ήδη ολόκληρη η κεφαλή μου βρίσκεται μέσα στο στόμα του. Δώστε λοιπόν τόπο στην οργή αυτή, για να μη με βασανίζει περισσότερο και αυτό που έχει να κάνει, να το κάνει μία ώρα ενωρίτερα. Αφού είναι αποφασισμένος να με φάει αυτός ο δράκοντας, προς τι να υπομένω και το μαρτύριο της αργοπορίας;
Μόλις άκουσαν τα λόγια αυτά κατατρόμαξαν οι αδελφοί και του είπαν:
– Σφράγισε, αδελφέ, τον εαυτό σου με το σημείο του Τιμίου Σταυρού.
Ο Θεόδωρος με σπαρακτική κραυγή απήντησε:
– Θέλω να σφραγισθώ με το σημείο του Τιμίου Σταυρού, αλλά δεν μπορώ, διότι το σάλιο του δράκοντα αυτού μου βαραίνει το χέρι.
Μετά την απάντηση αυτή, ο μεν Θεόδωρος περιέπεσε σε λήθαργο, οι δε Μοναχοί γονάτισαν στο έδαφος και άρχισαν με θερμά δάκρυα να προσεύχονται εντονότερα για την λύτρωση του Θεόδωρου από τον φοβερό δράκοντα.
Αφού πέρασε ένα διάστημα επίμονης προσευχής και δεήσεως των αδελφών, έξαφνα ο άρρωστος Θεόδωρος τινάχθηκε πάνω και ανέκραξε με όλη την δύναμη των πνευμόνων του:
– Αδελφοί μου, ευχαριστείστε τον Θεό, διότι ο δράκοντας που με είχε αρπάξει για να με κατασπαράξει, έφυγε με τις προσευχές σας και καθόλου δεν μπόρεσε να σταθεί εδώ. Τώρα λοιπόν, σας παρακαλώ, με θερμότητα προσευχηθείτε να με συγχωρήσει ο Θεός για τις αμαρτίας μου. Κατόπιν αυτού του φοβερού που μου συνέβη, είμαι έτοιμος να μετανοήσω και να εγκαταλείψω τελείως την κοσμική ζωή.
Πράγματι αφού συνήλθε και ανέκτησε τις δυνάμεις του, επέστρεψε με όλη του την καρδιά προς τον Θεό και άλλαξε τελείως γνώμη, διότι νουθετήθηκε αποτελεσματικά με την σωφρονιστική μάστιγα που του έστειλε ο Θεός.
Αφού δε ευαρέστησε για αρκετό καιρό τον Θεό, εξήλθε η ψυχή του από το σώμα.
Και ο μεν Θεόδωρος. είδε την μετά θάνατον τιμωρία, προς ωφέλειαν του. Άλλοι όμως, όπως ανέφερα προηγουμένως, βλέπουν τις μετά θάνατον τιμωρίες από τα πονηρά πνεύματα, ενώ ακόμη αναπνέουν, και τις διηγούνται χάριν της δικής μας πνευματικής οικοδομής, γι’ αυτό και εκπνέουν αμέσως μετά την διήγηση των φοβερών που είδαν. Προς απόδειξιν αυτού θα διηγηθώ μία ιστορία.
Κάποτε ζούσε ένας άνθρωπος, που λεγόταν Χρυσαώριος, από τους πολύ σπουδαίους αυτού του κόσμου. Όσο όμως πολλαπλασιάζονταν τα πλούτη του, άλλο τόσο πλούτιζε και στα πάθη, φούσκωνε από υπερηφάνεια, υποτασσόταν χωρίς αντίσταση στα πάθη της σάρκας, αγωνιζόταν να επισωρεύσει πολλά πλούτη, και καταφλογιζόταν από το πάθος της φιλαργυρίας.
Όταν όμως ευδόκησε ο Κύριος να θέσει τέρμα στα τόσα κακά που είχε, επέτρεψε να περιπέσει ο Χρυσαώριος σε θανατηφόρο ασθένεια.
Όταν δε ήρθε στην τελευταία στιγμή της ζωής του, και ενώ είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα, είδε να παραστέκουν μπροστά του πνεύματα φοβερά και σκοτεινόμορφα και να τον μεταφέρουν στις πύλες του Άδη.
Άρχισε λοιπόν να τρέμει και να κιτρινίζει και να περιλούζεται με ιδρώτα. Εκραύγαζε δε με απόγνωση και κατατρομαγμένος ζητούσε προθεσμία (για να μετανοήσει). Φώναζε δε με κραυγές έντονες και ταραγμένες, τον γιό του Μάξιμο, τον οποίον εγώ γνώρισα αργότερα ως Μοναχό, όταν και εγώ ήμουν Μοναχός και του έλεγε:
– «Μάξιμε μου, τρέξε, ποτέ δεν σου έκανα κακό, σώσε με με την δύναμη της πίστεως σου».
Τότε ο Μάξιμος ταραγμένος και κλαίγοντας, αμέσως ήλθε κοντά του. Μαζί δε με αυτόν και όλοι όσοι παρέμεναν στην οικία του Χρυσαωρίου. Ωστόσο κανείς από αυτούς, δεν μπορούσε να δει τα πονηρά πνεύματα που εκβίαζαν τον Χρυσαώριο. Την παρουσία τους όμως, συμπέραιναν, από όσα έλεγε ο πάσχων, από την ωχρότητα του, από τον τρόμο, που είχε, διότι από την σκοτεινή μορφή των ενοχλούντων πονηρών πνευμάτων και τον φόβο τους, στριφογύριζε εδώ και εκεί στο κρεββάτι του. Και άλλοτε στρέφοντας προς τα αριστερά έβλεπε μπροστά του εκείνους τους οποίους δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει. Άλλοτε στρεφόταν προς τον τοίχο, αλλά και εκεί τους έβλεπε να στέκονται μπροστά του.
Αφού λοιπόν απελπίστηκε, ότι ήταν δυνατόν να γλυτώσει από αυτούς, άρχισε να κραυγάζει:
– Τουλάχιστον δώστε μου διορία ως το πρωί, μία διορία ως το πρωί.
Με αυτές δε τις κραυγές εξήλθε η ψυχή του από το σώμα.
Από αυτά γίνεται φανερό, ότι όλα αυτά τα είδε ο Χρυσαώριος, όχι για τον εαυτό του, αλλά για εμάς, για να τα μάθουμε, να φοβηθούμε και να διορθωθούμε. Γιατί σε τι ωφέλησε τον Χρυσαώριο, η προ του θανάτου θέα των πονηρών πνευμάτων και η προθεσμία που ζήτησε και δεν έλαβε;
Παρόμοιο περιστατικό, μου διηγήθηκε και ο πρεσβύτερος της αδελφότητας μας, ο Αθανάσιος. Στο Ικόνιο, απ’ όπου και κατάγεται αυτός, υπήρχε ένα Μοναστήρι, των Γαλατών όπως ονομαζόταν. Σ’ αυτό. εμόναζε κάποιος Μοναχός, ο οποίος εθεωρείτο από όλους ότι βρισκόταν σε υψηλά μέτρα αρετής και σεμνότητας. Όπως όμως έδειξε το τέλος του, η ζωή του βρισκόταν πολύ μακράν, από την φαινομενική αρετή που παρουσίαζε.
Ενώ δηλαδή στα φανερά έδειχνε ότι νηστεύει μαζί με τους αδελφούς, κρυφά από αυτούς έτρωγε. Ο Μοναχός αυτός κάποτε αρρώστησε και έφθασε στα τελευταία του.
Μίαν ημέραν διαισθανόμενος, ότι πλησιάζει το τέλος του, φώναξε κοντά του όλους τους αδελφούς του Μοναστηριού. Οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν με μεγάλην προθυμία, περιμένοντας να ακούσουν από ένα τέτοιον ενάρετο ασκητή, όπως τον νόμιζαν, κάτι το μεγάλο και αξιοθαύμαστο, τώρα που πέθαινε.
Τότε εκείνος δε, πενθώντας και τρέμοντας από τον φόβο του είπε:
– Πιστεύατε ότι εγώ νήστευα μαζί σας, ενώ κρυφά από σας έτρωγα. Και να τώρα, παραδόθηκα στον φοβερό δράκοντα, για να με φάει. Αυτός δε ο φοβερός δράκοντας έδεσε με την ουρά του, τα πόδια μου και τα γόνατά μου, την δε κεφαλή μου, την έχει βάλει μέσα στο στόμα του, ενώ με κατατρώει και ξεριζώνει από μέσα την ψυχή μου.
Αφού δε είπε αυτά, αμέσως πέθανε, χωρίς να του επιτραπεί να ζήσει λίγο, ώστε να μπορέσει, διά της μετανοίας, να ελευθερωθεί από εκείνον τον δράκοντα. Και από το περιστατικό αυτό γίνεται ολοφάνερο, ότι είδε το φρικτό αυτό όραμα προς ψυχική μόνον ωφέλεια αυτών που το άκουσαν, εφ’ όσον ο ίδιος, αν και φανέρωσε τον εχθρό στον οποίον παραδόθηκε, εν τούτοις δεν μπόρεσε να τον αποφύγει.
Δ΄. Από το Γεροντικό.
Κάποτε ένας γέροντας ασκητής έφυγε από την έρημο και μετέβη σε μια πόλη, για να πωλήσει τα εργόχειρα του. Κατά σύμπτωση δε, κάθισε στην πόρτα ενός πλουσίου, ο οποίος ψυχορραγούσε. Καθώς λοιπόν καθόταν, κοίταξε με προσοχή και βλέπει μερικούς μαύρους ανθρώπους, οι οποίοι προκαλούσαν φόβο με την θέα τους διότι επέβαιναν επάνω σε μαύρα άλογα και κρατούσαν στα χέρια τους φλογισμένα τύμπανα.
Αυτοί λοιπόν οι μαύροι άνθρωποι, έφθασαν με τα μαύρα άλογά τους, έξω από την πόρτα της οικίας του πλουσίου. Άφησαν εκεί τα άλογά τους και οι ίδιοι εισήλθαν στην οικία. Μόλις τους είδε ο άρρωστος και ψυχορραγών πλούσιος, άρχισε να κραυγάζει απεγνωσμένα:
– Κύριε, ελέησε με και βοήθησε με.
Τότε του λένε εκείνοι.
– Τώρα, που βασίλεψε ο ήλιος, θυμήθηκες τον Θεό; Γιατί, όταν έλαμπε η μέρα, δεν τον αναζήτησες; Τώρα πλέον δεν υπάρχει για σένα ούτε ελπίδα σωτηρίας, ούτε παρηγοριά.
Και αμέσως απέσπασαν βιαίως την ψυχή του και αναχώρησαν.
Ε΄. Του αγίου Εφραίμ.
Αδελφοί μου, μεγάλος είναι ο φόβος κατά την ώρα του θανάτου. Διότι κατά την στιγμή του χωρισμού της ψυχής από το σώμα παρουσιάζονται ενώπιον της όλα τα έργα που διέπραξε κατά την ημέρα και την νύκτα, και τα καλά και τα πονηρά, ενώ, συγχρόνως, οι Άγγελοι βιάζονται διά να βγάλουν την ψυχή από το σώμα. Η ψυχή λοιπόν του αμαρτωλού, βλέποντας τα πονηρά έργα της, δειλιάζει να εξέλθει.
Εκβιαζόμενη όμως από τους Αγγέλους και τρέμοντας για τα πονηρά έργα της, λέει και παρακαλάει φοβισμένη:
– Αφήστε με μίαν ώρα ακόμη και κατόπιν να εξέλθω.
Την απάντηση όμως στην ψυχή, δίνουν όλα μαζί τα έργα, όσα διέπραξε και της λέγουν:
– Εσύ μας έκανες, μαζί σου λοιπόν πρέπει να παρουσιασθούμε ενώπιον του Θεού.
Τρέμοντας τότε και, οδυρόμενη χωρίζεται από το σώμα και φεύγει για να παρουσιαστεί ενώπιον του αθανάτου κριτηρίου της θείας Δικαιοσύνης.
ΣΤ΄. Από το Γεροντικό.
Ένας γέροντας Ασκητής διηγήθηκε τα εξής: Ένας αδελφός επιθυμούσε να αναχωρήσει από τον κόσμο διά να γίνει μοναχός, εμποδιζόταν όμως από την μητέρα του. Ο αδελφός παρά ταύτα δεν παραιτείτο από τον σκοπό του, λέγοντας προς την μητέρα του:
– Θέλω να σώσω την ψυχή μου.
Αφού λοιπόν η μητέρα του αδελφού, παρά τις προσπαθείας της δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει και να τον κρατήσει κοντά της, του επέτρεψε να αναχωρήσει.
Ο αδελφός, πράγματι, αναχώρησε από τον κόσμο και έγινε μοναχός, ωστόσο όμως πέρασε την ζωή του με αμέλεια. Εν τω μεταξύ πέθανε και η μητέρα του.
Μετά από αρκετό χρόνο ο αδελφός ασθένησε από βαριά ασθένεια και έφθασε στον θάνατο. Κατά την ασθένεια του αυτή, περιέπεσε σε λιποθυμία, οπότε η ψυχή του εξήλθε του σώματος και αρπάχτηκε για να κριθεί.
Εκεί δε μεταξύ των κολαζομένων, βρήκε και την μητέρα του. Εκείνη, μόλις τον είδε, είπε με κατάπληξη:
– Παιδί μου, και συ καταδικάστηκες σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των κολασμένων, που είναι τα λόγια, που μου έλεγες, ότι θέλω να σώσω την ψυχή μου;
Εκείνος τότε καταντροπιασμένος για όσα άκουσε, στεκόταν περίλυπος, χωρίς να μπορεί να απολογηθεί τίποτε προς την μητέρα του.
Κατόπιν άκουσε μία φωνή η οποία έλεγε:
– «Πάρτε τον αυτόν από εδώ».
Αμέσως τότε συνήλθε από την έκσταση και την λιποθυμία και διηγείτο, με φόβο, στους ευρισκόμενους πλησίον του, όλα όσα είδε και άκουσε και δοξολογούσε τον Θεό, ο οποίος με κάθε τρόπον επιζητεί την σωτηρία των αμαρτωλών.
Όταν λοιπόν έγινε καλά από την ασθένεια, αφού κλείστηκε στο κελλί του, κάθισε μόνος του, φροντίζοντας άγρυπνα για τη σωτηρία του, μετανοώντας και κλαίγοντας για όσα διέπραξε προηγουμένως, από αμέλεια και ραθυμία.
Τόσον δε βαθειά ήταν η κατάνυξη του και τόσο άφθονα τα δάκρυα του, ώστε πολλοί από εκείνους που τον έβλεπαν, τον λυπόντουσαν και τον παρακαλούσαν να μετριάσει λίγο τον κόπο και την άσκηση του, μη τυχόν από τους θρήνους του πάθει καμμία βλάβη η υγεία του.
Εκείνος όμως δεν εννοούσε να παρηγορηθεί, απαντώντας στις συμβουλές:
– Αν τον ονειδισμό της μητέρας μου, δεν μπόρεσα να υποφέρω, πώς θα βαστάξω την ντροπή, κατά την ημέραν της Κρίσεως, ενώπιον του Χριστού, των Αγίων Αγγέλων και ολοκλήρου της Κτίσεως;
Ας προσέξουμε και μεις, αδελφοί, και ας αγωνισθούμε για να ζήσουμε σύμφωνα με την υπόσχεση, που δώσαμε ενώπιον του Θεού, αλλά και με την εκτίμηση που τρέφουν προς εμάς οι κατά σάρκα συγγενείς μας και οι άλλοι άνθρωποι, τους οποίους εγκαταλείψαμε, για τον πόθο της τελειότητας και για να ευαρεστήσουμε τον Θεό.
Εάν δε ζήσουμε, κατ’ άλλον τρόπο, με αμέλεια και ραθυμία (πράγμα που εύχομαι να μη συμβεί σε μας), πώς τότε θα υποφέρουμε, ενώπιον του φοβερού Κριτηρίου, την ντροπή, όχι μόνον ενώπιον της άνω και κάτω Κτίσεως, αλλά και εκείνων, που είχαμε συγγενείς επάνω στην γη και των άλλων γνωστών, από τους οποίους φύγαμε, για να πλησιάσουμε τον Θεό.
Τότε αλλοίμονο σε μας, αν δε και με αυτούς μαζί κολασθούμε, μαζί με όλες τις άλλες συμφορές και τιμωρίες της Κολάσεως. θα έχουμε και αυτούς κατηγόρους, θα μάς ειρωνεύονται και αυτοί, διότι, όπως είπε και ένας Άγιος, αν και χάσαμε τις απολαύσεις της κοσμικής ζωής, εν τούτοις ούτε και Μοναχοί κατορθώσαμε να γίνουμε, για το οποίο εξήλθαμε από τον κόσμο.
greekdownloads .wordpress.com
πηγή
πηγή