Ἡ πεθερὰ ξεκινάει τὴν ζωή της ἀπὸ μάννα. Μετὰ γίνεται καὶ δεύτερη μάννα. Μετὰ γίνεται μάμμη, γιαγιά, γλυκειὰ ὅπως τὴν ἀποκαλοῦνε στὰ νησιά. Κι ὅλες αὐτὲς οἱ προσφωνήσεις πραγματικὰ ἀξίζει νὰ ἀκούγωνται. Εἶναι ἀντάξιες τοῦ προορισμοῦ της καὶ τῆς προσφορᾶς της μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες προσφωνήσεις δυσάρεστες, ποὺ καθόλου δὲν ἀκούγονται εὐχάριστα καὶ ἔχουν μάλιστα μελοποιηθῆ ἀπὸ τὸν λαό. Κακοῦργα, ἀνακατώστρα, διαλύστρα τοῦ γάμου, σκύλα καὶ ἄλλα πολλά, ποὺ ἴσως δὲν πρέπει νὰ ἀκούγωνται.
[sc name=”agioreitiko-thymiama” ][/sc]
Ρώτησα μία πεθερά:
– Πῶς περνᾶς μὲ τὴν νύφη ποὺ ἔβαλες μέσα στὸ σπίτι σου;
– Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε, Γέροντα, στὸ σπίτι μου μέσα καὶ ἄλλο πρόσωπο, εἶπα μέσα μου: «Ἂν θέλης νὰ περάσης καλά, ἀπὸ τοῦδε καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ἔχης μάτια, δὲν θὰ ἔχης αὐτιά, δὲν θὰ ἔχης στόμα· θὰ ἔχης μόνον χέρια καὶ πόδια νὰ διακονῆς. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ κάνης μὲ πνεῦμα ἀπολύτου ὑπακοῆς. Τὸ πρωὶ ποὺ ξυπνᾶς νὰ νίψης τὸ πρόσωπό σου καὶ τὰ χέρια σου, θὰ σταθῆς σὲ στάση παρακλητικὴ καὶ θὰ πῆς στὸ ζευγάρι: “Στὴν διάθεσή σας. Ὅ,τι θέλετε καὶ ὅπως τὸ θέλετε.”» Ἰδίως ἡ γλῶσσα, Γέροντα, πρέπει νὰ εἶναι τελείως ἀφανισμένη. Καὶ ἄρχισε ἔτσι ἡ ζωή μου καὶ παρακάλα τὸν Θεὸ ἔτσι νὰ τελειώσω, νὰ μὴ προσκρούσω οὔτε σὲ γιὸ οὔτε σὲ νύφη οὔτε σὲ ἐγγόνι. Ὄχι μόνον ἅλατι ἠρτυμένος ὁ λόγος, ἀλλὰ μᾶλλον πάντῃ κομμένος. Ἔτσι θὰ σταθῆ ἡ οἰκογένεια.
Ἀλλὰ καὶ ἡ μάμμη μου αὐτὰ μὲ δίδαξε. Ἐρχόταν ἡ γειτόνισσα:
– Κυρα-Ζαχαρώ, μοῦ δίνεις τὸν πετρόμυλο νὰ κόψω φάβα;
– Δὲν εἶμαι, παιδί μου, πιὰ νοικοκυρά. Ὅλα τὰ παρέδωσα. Νά ᾽ρθη ἡ νοικοκυρὰ καὶ ζήτα τον.
– Μά, κυρα-Ζαχαρώ, ἐσὺ μ᾽ αὐτὰ δουλεύεις ὅλη μέρα.
– Ἀλήθεια τὰ δουλεύω, ἀλλὰ δὲν τὰ διαφεντεύω.
Καὶ στὰ κακοφερσίματα τοῦ γαμπροῦ, πάντοτε ἔλεγε: «Καὶ τὰ καλὰ δεχούμενα καὶ τὰ κακὰ δεχούμενα. Ἐδῶ μία φύσις, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν μᾶς προσφέρει πάντοτε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀρέσουν, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ μᾶς ὠφελοῦν. Καὶ κουβέντες νὰ μὴ γίνωνται.»
Διακονεῖ καὶ δὲν στοχάζεται ἂν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προσφέρει θὰ φάγη ἢ δὲν θὰ φάγη, ἂν τῆς ἀξίζη νὰ καθίση στὴν γωνιὰ τοῦ τραπεζιοῦ, σὰν τὴν παραδουλεύτρα τοῦ φαραώ. Ἔτσι, γεμίζει καὶ ὀμορφαίνει τὴν γωνιά της. Εἶναι ἡ στοργικὴ καὶ ἀγαπητὴ γωνιὰ τῆς γιαγιᾶς. Ἀτάραχη, σὰν τὴν θάλασσα ποὺ δὲν σηκώνει κύματα, βρίσκεται μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὅλοι παίρνουν ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὸν καλὸ λόγο καὶ τὸ ὄμορφο φαγητό, τὸ ἐπιμελημένο, καὶ τὰ καθαρὰ νοικοκυριὰ καὶ κατάλευκα ροῦχα. Εἶναι πραγματικὰ θησαυρὸς ἀναντικατάστατος, πρόσωπο ἀγαπητό, βράχος στὸν ὁποῖον ὅλοι στηριζόμαστε, ὅλοι ἀγαποῦμε, ὅλοι δεχόμαστε. Ἡ παλιὰ αὐτὴ γωνιὰ εἶναι γεμάτη ἀναμνήσεις. Ὅλοι θυμόμαστε αὐτὸ τὸ φιλντισένιο μπαοῦλο στὴν γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ εἶναι πάντα γεμᾶτο, ἀλλὰ καὶ ἄδειο νὰ εἶναι, τὸ ἀγαποῦμε: ἡ κασέλα τῆς γιαγιᾶς. Αὐτὴ εἶναι πιὰ κατάσταση, ἀλλὰ καλὴ κατάσταση μέσα στοῦ σπιτιοῦ τὰ ὑποστατικά. Καὶ φτωχειὰ νὰ εἶναι, ἀφοῦ ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θησαυρὸς ἀνεκτίμητος θὰ μένη. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κειμηλιαρχεῖο τοῦ σπιτιοῦ.
Οἱ παλιοὶ λέγαν «ἕνα Τετραβάγγελο ἑφτὰ γενιὲς κρατάει». Ἐγὼ λέγω «μιὰ καλὴ πεθερὰ ὅλες τὶς γενιὲς κρατάει».
Ἂν ὅμως ἡ γιαγιὰ δὲν διαβιώνη μέσα στὸ σπίτι σὰν μάννα φιλόστοργη, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος ἐξουσιαστικός, «ἐγὼ τὰ ξέρω ὅλα, ἐγὼ τὰ ἔφτιαξα ὅλα, ὅλα εἶναι δικά μου, ὅλα τὰ κουμαντάρω ἐγώ», τότε δὲν φέρει αὐτοὺς τοὺς θησαυροὺς μέσα της. Πάντα περιμένει στὴν γωνιὰ μὲ τὴν καραμπίνα, νὰ τὴν ἀνάψη, ἀκόμα καὶ στὸ ἴδιο τὸ παιδί της! Ὅλα τῆς φαίνονται ἄσχημα, γιὰ ὅλα πονηρεύεται, πάντοτε εἶναι φουρκισμένη, δὲν χωνεύει κανένα. Καὶ τὸ κατοικίδιο ζωάκι εἶναι ἕτοιμη νὰ τὸ πνίξη. Στὰ ἐγγόνια της θὰ διηγηθῆ ὅλα τὰ στραβὰ τοῦ ἄνδρα της, ὅλες τὶς δύσκολες ἡμέρες ποὺ πέρασε. Μιὰ μέρα γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν καλή! Φυγαδευμένη ἡ εἰρήνη καὶ κυνηγημένη μέχρι τὴν τελευταία της στιγμή, δεικνύει τὴν κακία της, τὴν συμφορὰ μέσα στὸ σπίτι. Πουθενὰ δροσιά, πουθενὰ χαρά, παντοῦ ξεραΐλα, παντοῦ γκρίνια. Καὶ ὅταν ἀκόμα μίλαγε γιὰ τὸν Χριστὸ στὰ ἐγγόνια της, μισητὴ γινότανε, γιατὶ ὁ Χριστὸς ποὺ παρουσίαζε ἦταν ἄδικος, ἄστοργος, ἀναποδιασμένος. Ἂν μάλιστα βασιλεύη μέσα της καὶ ἡ ἀθεΐα, ποιός θὰ πιστέψη ὅτι κάποτε ἀγάπησε τὸν Χριστὸ κι ἔκανε συντροφιὰ μὲ τὴν Παναγία, εἶδε κάποιον Ἅγιο στὴν ζωή της νὰ τὴν βοηθᾶ, κάθισε στὸ τραπέζι νὰ φάη μὲ τὸν Χριστό; Πώ, πώ, μαυρίλα σ᾽ αὐτὸ τὸ σπίτι! Καὶ τὸ ψωμὶ μαῦρο καὶ τὰ ντουβάρια μαῦρα καὶ ὁ παπποῦς κακός.
Ἔφυγε καὶ σὰν μαγνήτης τράβηξε ἐπάνω της κι ὅλα τὰ κακά. Τὴν οἰκογένεια τὴν διέλυσε. Φούρκα ἔβαλε σὲ ὅλους. Ποιός θὰ ἀναμνησθῆ τοὺς λόγους της, τὶς συμβουλὲς της καὶ τὶς ἅγιες ἡμέρες ποὺ πέρασε μαζί της; Ποῦ νὰ τὴν θυμηθῆς; Στὴν ἐκκλησία; Μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα νὰ ἀνάβη τὸ καντήλι; Μὲ τὸ θυμιατὸ νὰ θυμιάζη τὸ σπίτι; Νὰ θυμίζη τὶς νηστεῖες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ κρατᾶ, γιὰ νὰ ξεχωρίζη ἀπὸ τοὺς ἀλλόθρησκους καὶ τὶς γιορτὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ φέρνη μέσα στὸ σπίτι, τὰ παραδοσιακὰ τραγούδια ποὺ ἔπρεπε νὰ τραγουδᾶ καὶ τοὺς παραδοσιακοὺς χοροὺς ποὺ ἔπρεπε νὰ χορεύη; Τὶς μνῆμες τῶν καλῶν ἀνθρώπων, τὶς παρακλήσεις, τὶς ἀγρυπνίες ποὺ ἐπιτελοῦσε στὸ σπίτι της; Αὐτὴ ἡ γυναίκα οὔτε ζύγια βαστοῦσε, οὔτε ἰσορροπίες στὸ σπίτι. Ἦταν αὐτὴ ποὺ πάντρευε καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν διάβολο μαζί. Εἶναι ὁ χαμένος θησαυρός, ποὺ δὲν κράτησε τὴν οἰκογένεια, τὴν κατρακύλισε στὴν ἄβυσσο τοῦ ἀφανισμοῦ.
Ἔχεις κακὴ πεθερὰ στὸ σπίτι; Εἶναι σὰν τὴν αὐγὴ ποὺ δὲν ἔχει φῶτα. Ἀφεγγιὰ καὶ μαύρη σκοτίλα.
– Γιατί, καλή μου πεθερά, δὲν ζῆς κάτω ἀπὸ τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς; Γιατί δέρνεσαι μέσα στὰ σκοτάδια; Γιατί δὲν φέγγει τὸ ἄστρο σου; Γιατί τὰ βλέπεις ὅλα μαῦρα; Ὅλα σοῦ τά ᾽δωσε ὁ Θεός. Καὶ σύζυγο σοῦ ἔδωσε καὶ παιδιὰ σοῦ ἔδωσε καὶ ἐκκλησιὰ σοῦ ἔδωσε καὶ λυχνάρι ἄσβεστο νὰ φωτίζη τὸν δρόμο σου. Κράτησέ το ἀναμμένο, γιὰ νὰ φέξης. Πολλοὶ περιμένουν νὰ δοῦνε κι ἀπὸ τὸ δικό σου φῶς. Γλυκειὰ σ᾽ ἔφτιαξε ὁ Θεός, μὴ γίνεσαι πικρόχολη. Ἀγωνίσου. Κάτω ἀπ᾽ τὰ φύλλα τοῦ ἀμπελιοῦ σου πολλοὶ νὰ δροσιστοῦνε, πολλοὶ νὰ σκεπαστοῦνε. Ζέστανε τὰ χνότα σου· μὴ τά ᾽χης πάντα παγωμένα. Μὴ ποτίζης τοὺς συντρόφους τῆς ζωῆς σου μὲ χολὴ καὶ ξύδι. Παρακάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ ὡριμάση μέσα σου τὸ καλό. Μὴν εἶσαι βδελυκτή, μὴν εἶσαι κακοφέρτα, μὴν εἶσαι στυφή. Στάλαξε, στάλαξε τὴν δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ στὶς καρδιὲς τῶν δικῶν σου. Ὄχι κακόμοιτση, ὄχι κακομούτσουνη, ὄχι μόνον σάρκα καὶ κόκκαλα. Στάσου συμπάθεια στοὺς δικούς σου. Ἀγάπησε, θυσίασε, θυσιάσου. Μὴ μουσκεύης τὸ ψωμὶ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἐγγὺς καὶ τὸν μακρὰν ἀπὸ σοῦ εὑρισκόμενον. Μὴ καταριέσαι. Εὔχου. Δέηση κάνε καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ σ᾽ ἀγαποῦνε καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ σὲ μισοῦνε. Γίνε μυλωνοῦ, ποὺ μόνον καθάριο σιτάρι θὰ ἀλέθη ὁ μύλος σου. Μὴν ἀγαπᾶς μόνον αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγαποῦνε, μὴ συμπαθῆς αὐτοὺς μόνον ποὺ σὲ συμπαθᾶνε. Μὴ γίνεσαι μαντρόσκυλο στὴν γειτονιά σου, ἀλλὰ τὸ χαϊδεμένο οἰκόσκυλο. Μὴ βάνης κακοὺς λογισμοὺς καὶ γίνεσαι πονηρόμυαλη. Μὴ φορᾶς τὴν μάσκα τοῦ διαβόλου. Μὴ μεταδίδης ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ τὴν κακότητα, τὴν κακομοιριά, τὰ ἄσχημα καὶ τὰ βδελυκτά. Ἂν ζῆς ἔτσι, πόσο ψηλὰ θὰ εἶσαι. Μὴ σβήσης ποτὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ σου. Ὅλοι θὰ σὲ θυμούμαστε. Ὅλοι θὰ σὲ ἀγαποῦμε. Ὅλοι θὰ εἴμαστε κοντά σου. Ποτὲ δὲν θὰ σ᾽ ἀφήσουμε μόνη σου. Δὲν θὰ γευθῆς ποτὲ τὴν πικρὴ μοναξιά. Σὰν ἐλαία κατάκαρπη θὰ στέκεσαι στὴν καρδιά μας.
Πεθερά, πρόσεχε τὸν ρόλο ποὺ παίζεις μέσα στὴν κοινωνία καὶ μέσα στὴν οἰκογένεια. Οὔτε μάγισσα οὔτε νὰ προτρέπης τὰ παιδιά σου νὰ πᾶνε στοὺς μάντεις. Ἅγιος ἄγγελος νὰ παραμείνης στὸ σπίτι σου. Ὄχι γιὰ σένα τὸ τραγούδι «Καημένε Ἀθανασόπουλε, τί σοῦ ᾽μελλε νὰ πάθης· ἀπὸ κακοῦργα πεθερὰ τὰ νιάτα σου νὰ χάσης». Κορώνα νὰ σ᾽ ἔχη ὁ γαμπρός σου καὶ ἡ νύφη σου καὶ ἡ γειτονιά σου καὶ τὸ σπίτι σου.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης