Πήγε ο ίδιος σε διαγωνισμό με σωσίες του, για να κάνει και αυτός τον σωσία του και δεν πέρασε καν στον τελικό

Πήγε ο ίδιος σε διαγωνισμό με σωσίες του, για να κάνει και αυτός τον σωσία του και δεν πέρασε καν στον τελικό

Πήγε ο ίδιος σε διαγωνισμό με σωσίες του, για να κάνει και αυτός τον σωσία του και δεν πέρασε καν στον τελικό

Πήγε ο ίδιος σε διαγωνισμό με σωσίες του, για να κάνει και αυτός τον σωσία του και δεν πέρασε καν στον τελικό

Γρηγόρης Κεντητός
Ήταν η εποχή που ο κινηματογράφος είχε αρχίσει να αποκτά πρόσωπο. Κυριολεκτικά. Ένα μικρόσωμο σώμα, μπαστούνι, μουστάκι, καπέλο και βάδισμα αλλόκοτο, γεμάτο λεπτότητα και απόγνωση. Ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν ήταν απλώς διάσημος· ήταν παντού. Οι κινηματογραφικές του ταινίες γέμιζαν αίθουσες, οι εικόνες του κρεμόντουσαν σε βιτρίνες, και το κοινό τον είχε λατρέψει σαν κάτι που τους ανήκει. Ήταν το πρόσωπο που μπορούσε να γελάσει μέσα στη φτώχεια, να χορέψει μέσα στην πείνα, να κοιτάξει την κοινωνική αδικία κατάματα και να την κάνει κωμωδία. Και όταν μια φιγούρα γίνεται σύμβολο, τότε αρχίζουν και οι σωσίες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, σε διάφορες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, άρχισαν να διοργανώνονται διαγωνισμοί «σωσία του Τσάρλι Τσάπλιν». Ήταν η πρώτη φορά που ο κόσμος αποδείκνυε τόσο μαζικά ότι δεν λάτρευε μόνο το έργο, αλλά και την ίδια τη φιγούρα. Άντρες όλων των ηλικιών ντύνονταν όπως ο Τσάπλιν, έκαναν το αστείο βάδισμα, σήκωναν το καπέλο, μάθαιναν τις κινήσεις του. Η φήμη του είχε γίνει πιο αναγνωρίσιμη και από το ίδιο του το όνομα. Και τότε συνέβη κάτι που έγραψε ιστορία – ή, τουλάχιστον, θρύλο.

Ο ίδιος ο Τσάρλι Τσάπλιν αποφάσισε να συμμετάσχει ανώνυμα σε έναν τέτοιο διαγωνισμό. Δεν ήθελε να αναγνωριστεί. Ήθελε να δει πώς αντιλαμβάνεται ο κόσμος τον «εαυτό του». Ντύθηκε με το δικό του στυλ, φόρεσε το γνωστό καπέλο, το ψεύτικο μουστάκι, το σακάκι που έπεφτε στους ώμους. Πήγε στη σκηνή και έκανε τον εαυτό του, όπως θα τον έπαιζε κάποιος άλλος. Το κοινό γέλασε, οι κριτές σημείωσαν, κι όταν έφτασε η ώρα της απόφασης, το όνομά του –ή μάλλον το νούμερό του– δεν ήταν καν ανάμεσα στους τελικούς.

Ο ίδιος το ανέφερε χρόνια μετά με χιούμορ. Είπε ότι η εμφάνισή του δεν συγκίνησε, ότι οι άλλοι διαγωνιζόμενοι τον ξεπέρασαν, ότι τον βρήκαν λίγο… υποτονικό. Ορισμένοι λένε πως ήρθε τρίτος. Άλλοι πως δεν πέρασε καν από τον πρώτο γύρο. Και το σημαντικότερο; Κανείς δεν τον αναγνώρισε. Αυτό δεν ήταν απλώς μια αστεία στιγμή. Ήταν ένα κοινωνικό σχόλιο. Ο άνθρωπος που δημιούργησε τον πιο διάσημο κινηματογραφικό χαρακτήρα του 20ού αιώνα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα στη δική του μίμηση. Η εικόνα είχε ξεπεράσει τον δημιουργό της.

Το γεγονός αυτό αναφέρεται σε πολλά έντυπα της εποχής, αλλά και σε μεταγενέστερες βιογραφίες. Μπορεί να μην υπάρχει βιντεοσκοπημένη απόδειξη, αλλά η ιστορία έχει περάσει στη μνήμη σαν κάτι που ο ίδιος ο Τσάπλιν είχε επιβεβαιώσει. Και δεν είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Η μυθολογία του Χόλιγουντ τρέφεται από τέτοιες στιγμές. Εκείνες που μοιάζουν σχεδόν φτιαγμένες για σενάριο, αλλά κουβαλούν τη γλυκόπικρη αλήθεια του να βλέπεις τον εαυτό σου από μακριά, και να μην τον αναγνωρίζεις.

Το παράδοξο με την περίπτωση του Τσάπλιν είναι ότι ο χαρακτήρας του έγινε τόσο εμβληματικός, που απέκτησε δική του υπόσταση. Ο κόσμος δεν ήξερε τον Τσάρλι Τσάπλιν, ήξερε τον «The Tramp». Και όταν ο ίδιος μπήκε ανάμεσα στους σωσίες του, δεν ήταν πια ο δημιουργός, αλλά άλλος ένας που προσπάθησε –και δεν τα κατάφερε– να γίνει αυτό που είχε γεννήσει.

πηγή