Πώς ήταν όταν ήρθε το ρεύμα στην Ελλάδα. Πώς το υποδέχτηκαν οι Έλληνες;
Όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στην Ελλάδα, δεν άναψαν απλώς λάμπες. Άναψε μια ολόκληρη εποχή.
Γρηγόρης Κεντητός
Το πρώτο φως δεν άναψε από διακόπτη. Ήταν κάτι πιο ιερό, σχεδόν τελετουργικό. Όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στην Ελλάδα, δεν έφερε μόνο φως. Έφερε μέλλον. Έφερε σαστιμάρα, δέος, ενθουσιασμό, φόβο. Και πάνω απ’ όλα, μια αίσθηση ότι κάτι θεϊκό μόλις κατέβηκε από τους ουρανούς και τρύπωσε σε λάμπες, σε καλώδια, σε διακόπτες που έκαναν «κλικ» και μετέτρεπαν τη νύχτα σε μέρα.
Στην αρχή ήταν πόλεις όπως η Αθήνα και ο Πειραιάς που είδαν το σκοτάδι να σπάει. Το 1889 λειτούργησε για πρώτη φορά εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού στον Πειραιά. Το φως έμοιαζε ξένο, αλλά και μαγικό. Οι άνθρωποι μάζευαν τα παιδιά τους και έβγαιναν στον δρόμο για να κοιτάξουν τους φανοστάτες να ανάβουν όλοι μαζί, σαν κάποιο αόρατο χέρι να τους άγγιζε. Ηλεκτρικά φώτα, τρένα που κινούνταν χωρίς άλογα, εργοστάσια που λειτουργούσαν αδιάκοπα. Ήταν σαν να ζωντάνευαν παραμύθια.
Αλλά το πιο συγκλονιστικό ήταν όταν το ρεύμα έφτασε στα χωριά. Εκεί, ο κόσμος δεν είχε μόνο απορίες. Είχε και καχυποψία. Κάποιοι πίστευαν ότι το ρεύμα ήταν έργο του διαβόλου. Άλλοι έλεγαν πως η λάμπα έχει μέσα της φωτιά και μπορεί να εκραγεί. Ένας παππούς στην Ήπειρο, όταν άναψε για πρώτη φορά το φως στο σπίτι του, το έσβησε πανικόβλητος, γιατί νόμιζε πως είχε πάρει φωτιά το ταβάνι. Κι όμως, σε λίγες μέρες, δεν ήθελε να το κλείνει.
Τα πρώτα φώτα ήταν γεγονός. Και ήταν γεγονός για όλο το χωριό. Δεν ήταν όπως σήμερα που πατάει ο καθένας έναν διακόπτη μόνος του. Τότε, όταν έφτανε το ρεύμα, γινόταν σαν πανηγύρι. Ο κόσμος μαζευόταν στο καφενείο για να δει «πώς θα ανάψει το φως». Κάθονταν όλοι μαζί, μεσημέρι, με το ρολόι στο χέρι, περιμένοντας τη στιγμή. Και όταν έφτανε το βράδυ, και η λάμπα της ΔΕΗ άναβε στην πλατεία, κάποιοι δάκρυζαν. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που το βράδυ γινόταν μέρα.
Το ρεύμα μπήκε σταδιακά σε κάθε σπίτι. Με καλώδια γυμνά πάνω στους τοίχους και έναν διακόπτη μονό – αυτόν τον παλιό, τον άσπρο, που έκανε δυνατό «τσακ» όταν άνοιγε. Και μαζί με το φως, ήρθαν κι άλλες συσκευές. Πρώτα το ραδιόφωνο. Μετά το ψυγείο. Μετά η κουζίνα. Οι νοικοκυρές έκλαιγαν όταν αντί για ξύλα και κάπνα είχαν ένα στρογγυλό μάτι που ζεσταινόταν με το πάτημα ενός κουμπιού.
Στα σχολεία, οι μαθητές έβλεπαν επιτέλους τον πίνακα χωρίς λάμπες πετρελαίου. Οι εκκλησίες φωτίζονταν και οι λειτουργίες άλλαζαν πρόσωπο. Οι δρόμοι έγιναν ασφαλέστεροι. Οι γιατροί μπορούσαν να κάνουν πιο σωστά τη δουλειά τους. Το φως δεν ήταν πολυτέλεια. Ήταν επανάσταση.
Υπήρχαν και τραγελαφικά. Σε χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, έβαλαν ρεύμα αλλά δεν ήξεραν να το χρησιμοποιήσουν. Πέρασε ένας μήνας και ακόμα άναβαν το φως με σπίρτο, νομίζοντας πως «έτσι γίνεται». Σε άλλο μέρος, μια γιαγιά δεν πίστευε ότι το ρεύμα ταξιδεύει σε καλώδιο, και κάθε φορά που άνοιγε το φως, έκανε τον σταυρό της για να προστατευτεί από τα «πονηρά πνεύματα που περνάνε με τη δύναμη».
Το ρεύμα στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο τεχνολογία. Ήταν πολιτισμός. Ήταν το φως που μπήκε στα πιο σκοτεινά σπίτια, τα πιο φτωχά κατώγια, τα πιο απομονωμένα χωριά. Δεν ήταν απλώς αλλαγή τρόπου ζωής. Ήταν αλλαγή ζωής.
Η ΔΕΗ, όταν ιδρύθηκε το 1950, ανέλαβε να ηλεκτροδοτήσει και τις πιο απόμακρες περιοχές. Και κάθε φορά που άναβε το πρώτο φως, το χωριό έβαζε τα καλά του. Οι κάτοικοι φορούσαν πουκάμισα καθαρά, οι παπάδες ευλογούσαν τα καλώδια και οι δάσκαλοι έλεγαν στα παιδιά: «Μην ξεχνάτε ποτέ αυτή τη μέρα». Και δεν την ξεχνούσαν.
Σήμερα, το φως ανάβει χωρίς να το σκεφτόμαστε. Αλλά τότε, όταν ήρθε το ρεύμα στην Ελλάδα, κάθε διακόπτης ήταν υπόσχεση. Κάθε λάμπα ήταν θαύμα.