Το πρώτο θεμέλιο της αληθινής φιλίας είναι ή περιφρόνηση των υλικών αγαθών και ή εγκατάλειψη κάθε ιδιοκτησίας. Θα ήταν ή μεγαλύτερη αστοχία και ή άκρα ασέβεια, ενώ έχουμε απαρνηθεί τη ματαιότητα της κοσμικής ζωής και ότι αυτή περικλείει, να προτιμήσουμε τα ευτελή προσωπικά μας αντικείμενα, δηλαδή να επιλέξουμε να διατηρήσουμε την ιδιοκτησία μας, σε βάρος της ανεκτίμητης αγάπης του αδελφού μας.
Στη συνέχεια θα πρέπει καθένας μας να κόψει το δικό του θέλημα από φόβο μήπως, κρίνοντας τον εαυτό του εξυπνότερο και συνετότερο, προτιμήσει τη δική του γνώμη από αυτή του αδελφού του.
Το τρίτο πράγμα, το όποιο θα πρέπει να μας γίνει βεβαιότητα είναι ότι όλα, ακόμη και τα πλέον χρήσιμα και απαραίτητα στη ζωή. είναι λιγότερης αξίας και σημασίας μπροστά στο ύψιστο αγαθό της ειρήνης και της αγάπης.
Τέταρτη επιδίωξη μας θα πρέπει να είναι το να πιστέψουμε πώς για καμιά απολύτως αιτία, δίκαιη ή άδικη, δεν επιτρέπεται να οργιζόμαστε .
Η πέμπτη φροντίδα μας θα πρέπει να επικεντρωθεί στο να προσπαθήσουμε να θεραπεύσουμε το θυμό πού έχει ο αδελφός μας εναντίον μας, έστω και αν αυτός είναι εντελώς άδικος. Να το κάνουμε μάλιστα με τόση προθυμία και ζήλο, όση αντίστοιχα θα δείχναμε αν ήμασταν εμείς στη θέση του. Αν δεν αναζητήσουμε, με ότι μέσο μπορούμε, τρόπους για να εξαλείψουμε την ταραχή από την ψυχή του αδελφού μας. τότε θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι το πάθος του αυτό θα ζημιώσει και τη δική μας ψυχή. Θα αναστατωθούμε δηλαδή τόσο, σαν να ήμασταν εμείς οι ίδιοι κάτω από την επήρεια του πάθους του θυμού.
Το τελευταίο, πού θανατώνει αναμφίβολα όλα τα άλλα πάθη, είναι το να συλλογιζόμαστε αδιάλειπτα πώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να φύγουμε απ” αυτή τη ζωή.
Ή «μνήμη του θανάτου» δεν θα επιτρέψει να παραμείνει στην καρδιά μας ούτε καν ή σκιά και της ελάχιστης θλίψης. Αύτη ή ευεργετική «μνήμη» θα καταπνίξει κάθε εμπαθή κίνηση και κάθε κακή επιθυμία.
Αν κρατήσουμε σταθερά αυτές τις αρχές, δεν θα οργιστούμε ούτε ποτέ θα προκαλέσουμε στους άλλους την πίκρα πού φέρνει ή οργή και ή διχόνοια. Αν αντίθετα, ξεφύγει κανείς απ’αυτές τις ράγες, τότε ό εχθρός της αγάπης θα χύσει ανεπαίσθητα μέσα στις καρδιές των φίλων το φαρμάκι της θλίψης. Έτσι διαφωνία στη διαφωνία, ή αγάπη λίγο – λίγο θα ψυχραίνεται και τελικά οι καρδιές-εφόσον ήδη από πολύ καιρό είναι πληγωμένες – θα σκληρυνθούν και θα χωρίσουν μια για πάντα.
Εκείνος όμως πού βαδίζει στο μονοπάτι πού αναφέραμε προηγουμένους, δεν έχει κανένα λόγο να διαφωνήσει με το φίλο του.
Πράγματι, με το να μη διεκδικεί κανείς ποτέ κανένα πράγμα, είναι ευνόητο ότι κόβει αυτόματα και την πρωταρχική αίτια της οργής. Γιατί, συνήθως, οι αντιδικίες γεννιούνται από τις διαφωνίες για την απόκτηση μικροπραγμάτων ή αντικειμένων πού δεν έχουν καμιά αξία.
Ένας άνθρωπος όμως πού θέλει να διατηρήσει το σύνδεσμο της αγάπης, προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να τηρεί αυτό πού αναφέρουν οι Πράξεις των Αποσταλούν, σχετικά με την ενότητα πού επικρατούσε μεταξύ των πρώτων χριστιανών: «Όλο το πλήθος εκείνων πού είχαν πιστέψει στο Ευαγγέλιο». λέει ό Ευαγγελιστής, «είχαν μία καρδία και μία ψυχή. Και κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντα του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά»(Πράξ. 4.32).
Ένας άνθρωπος που ζει μ’ αυτό τον τρόπο, δεν είναι ποτέ δυνατόν να σπείρει τη διχόνοια. Γιατί αυτός είναι σκλάβος του θελήματος του αδελφού του και όχι του δικού του. Αυτός γίνεται μιμητής του Κυρίου και Δημιουργού του, πού έλεγε: Έχω κατεβεί από τον ουρανό ως άνθρωπος στη γη. για να κάνω όχι το θέλημα μου. αλλά το θέλημα εκείνου πού με έχει στείλει»(Ίωάν. 6. 38). Έτσι, ποτέ δεν θα δινόταν αφορμή εξαιτίας του να πέσει διχόνοια ανάμεσα σ’ αυτόν και στο φίλο του. Γιατί ένας άνθρωπος πού αγωνίζεται και κόβει το θέλημα του, έχει ως βασική αρχή του το να μην εμπιστεύεται στην κρίση του, αλλά να προτάσσει πάντα το θέλημα του αδελφού του.
Έχοντας λοιπόν αυτό ως κριτήριο, θα ακολουθούσε ή θα αρνιόταν, αναλόγως, τα δικά του θελήματα, λέγοντας μαζί με τον Κύριο: «Πατέρα μου… ας γίνει όχι όπως θέλω εγώ. αλλά όπως θέλεις εσύ» (Ματθ. 26. 39).
Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να πράξει και το παραμικρότερο πράγμα πού θα λυπούσε τον αδελφό του. Γιατί αυτός δεν θεωρεί τίποτε πολυτιμότερο από το αγαθό της ειρήνης και δεν ξεχνά ούτε στιγμή το λόγο του Κυρίου που λέει: «Απ αυτό θα καταλάβουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας»(*ίωάν. 13. 35). Ό Κύριος ήθελε αυτή ή αγάπη να χαρακτηρίζει τα λογικά πρόβατα του ποιμνίου Του και να τα διακρίνει μέσα σ’ αυτό τον κόσμο ως ένα ιδιαίτερο σημείο αναγνώρισης τους. σαν σφραγίδα, θα λέγαμε και σαν χαρακτηριστικό αποτύπωμα.
Ό πιστός χριστιανός, για κανένα απολύτως λόγο, δεν θεωρεί δικαιολογημένο το να αφήσει τη μνησικακία και τη θλίψη να εισχωρήσουν στην καρδιά του ή να παραμείνουν εξαιτίας του στην καρδιά κάποιου άλλου. Γιατί το πάθος του θυμού είναι ολέθριο και εντελώς αθέμιτο. Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσε ποτέ να καλυφθεί από κανενός είδους δικαιολογία.
Είναι αδύνατον να προσευχηθεί κανείς, αν ό αδελφός του έχει κάτι εναντίον του. Ακριβώς το ίδιο όμως συμβαίνει και στην περίπτωση πού εκείνος έχει κάτι εναντίον του αδελφού του. Γι’ αυτό ό αγωνιστής του πνεύματος κρατάει διαρκώς μέσα στην ταπεινή καρδιά του τα λόγια του Κυρίου και Λυτρωτή μας πού λέει: «Όταν προσφέρεις το δώρο σου στο Ναό και εκεί θυμηθείς ότι ό αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου. άφησε εκεί μπροστά στο θυσιαστήριο του Ναού το δώρο σου και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον αδελφό σου και τότε έλα να προσφέρεις το δώρο σου» (Ματθ. 5. 23-24).
Σε τίποτε δεν θα ωφελούσε το να δηλώνει κανείς ότι δεν τρέφει στην καρδιά του θυμό.
Ασφαλώς πλανάται οικτρά, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι δεν έχει θυμό εναντίον του αδελφού του και συγχρόνως περιφρονεί με υπεροψία και σκληροκαρδία τη θλίψη του. Γιατί μόνο μ’ αυτό δεν εκπληρώνει ό άνθρωπος τον αποστολικό λόγο πού λέει. «ή δύση του ηλίου ας μη σας βρίσκει ακόμη οργισμένους» (Έφεσ. 4. 26)· καί την εντολή του Κυρίου πού προειδοποιεί λέγοντας, «όποιος οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς λόγο πρέπει να καταδικαστεί από το δικαστήριο» (Ματθ. 5. 22). Και αυτό. γιατί αυτός θα μπορούσε, με τη συγκαταβατική και επιεική συμπεριφορά του. να διαλύσει κάθε στενοχώρια από την καρδιά του αδελφού του.
Με το να μην έχει όμως ενεργήσει έτσι. διατρέχει πλέον τον κίνδυνο -εξαιτίας της δικής του συμπεριφοράς-να κατηγορηθεί ως παραβάτης της εντολής του Κυρίου. Γιατί Εκείνος πού είπε ότι δεν πρέπει να οργίζεται κανείς εναντίον του πλησίον του. είπε ταυτόχρονα και ότι δεν πρέπει να αψηφά και τη θλίψη του αδελφού του. Διότι για τον Θεό. «ό Όποιος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι»(Α’Τιμ. 2. 4). έχει την ίδια σημασία είτε χαθεί ό ένας είτε ό άλλος. Είναι εξίσου οδυνηρό για τον Θεό. όποιος απ’ τους δύο κι αν οδηγηθεί στον αιώνιο θάνατο. Το ίδιο και ο αντίδικος, πού χαίρεται με την καταστροφή και τον αφανισμό των ανθρώπων, έχει το ίδιο κέρδος, είτε χαθεί ό ένας είτε ό άλλος.
Τελικά, είναι ποτέ δυνατόν να κρατήσει κανείς εναντίον του αδελφού του και την ελάχιστη έστω δυσάρεστη διάθεση, αν πιστεύει ότι ενδέχεται κάθε μέρα, ή καλύτερα κάθε στιγμή, να φύγει απ’ αυτό τον κόσμο;
Τίποτε να μην θεωρούμε ανώτερο από την αγάπη και τίποτε χειρότερο από το θυμό.
Όπως ακριβώς δεν πρέπει να βάζουμε τίποτε μπροστά από την αγάπη, έτσι πρέπει και να θεωρούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από την οργή και από το θυμό. Οφείλουμε να θυσιάζουμε τα πάντα, όσο χρήσιμα και απαραίτητα κι αν φαίνονται, για να αποφύγουμε την αναταραχή πού φέρνει αυτό το πάθος. Και επιπλέον, πρέπει να αποδεχόμαστε και να υπομένουμε το καθετί, ακόμα κι αν αυτό μας φαίνεται βαρύ και ασήκωτο, ώστε να διατηρήσουμε αδιασάλευτη την αγάπη και την ειρήνη. Να είσαστε βέβαιοι πώς δεν υπάρχει τίποτε πιο ολέθριο από το θυμό και τη λύπη, όπως και τίποτε πιο γλυκό και πιο ωφέλιμο από την αγάπη.
Αββά Κασσιανού,
Συνομιλίες με τους Πατέρες της Ερήμου