Πόση ομορφιά, χαρά, ζεστασιά πρέπει να εκπέμπει ένα πρόσωπο, ώστε ένας ποιητής να το αποκαλεί «φωτεινή αυγή» και «σπίτι όπου κατοικεί το φως»;
«Ὄρθρος φαεινός, χαῖρε, ἡ μόνη τόν ἥλιον φέρουσα Χριστόν, φωτός κατοικητήριον. Χαῖρε, τό σκότος λύσασα καί τούς ζοφώδεις δαίμονας ὁλοτελῶς ἐκμειώσασα» (Γ’ Ὠδή τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου)
«Χαῖρε, σύ, ἡ φωτεινή αὐγή, ἡ ὁποία βαστάζεις εἰς τάς ἀγκάλας σου τόν ἥλιον (τῆς Δικαιοσύνης) Χριστόν καί εἶσαι ἡ κατοικία τοῦ φωτός (τοῦ Χριστοῦ). Χαῖρε, σύ, πού ἐξηφάνισες τό σκότος (τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας) καί ἐξεμηδένισες τούς σκοτεινοτάτους δαίμονας» (μετάφραση Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου)
Η Παναγία είναι η φωτεινή αυγή. Η εικόνα είναι παρμένη από δύο πηγές.
Στην περίπτωση της Παναγίας αυτό γίνεται διότι κρατά στην αγκαλιά της τον Χριστό που είναι ο Ίδιος το φως. Είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, της αγάπης δηλαδή, του αισθήματος που δίνει στον κόσμο ότι ο Θεός δεν μας λησμονεί και η πρόσκληση η καρδιά μας να γίνει φωτεινή έτσι, ώστε να λυθεί από τη ζωή μας με δική μας επιλογή κάθε αδικία, κάθε κακό, κάθε μορφή θανάτου.
Ο ιερός υμνογράφος μάς υπενθυμίζει το δικό μας χρέος. Βλέποντας, τιμώντας, προσευχόμενοι στην Υπεραγία Θεοτόκο να μπορούμε να ζητούμε το Φως της παρουσίας του Υιού της. Σε έναν κόσμο στον οποίο τείνει το φως να είναι επιφανειακό, καθότι οι άνθρωποι επιστρατεύουμε τα λαμπερά μας χαμόγελα, την εξωτερική εμφάνιση, έχουμε αντικαταστήσει τη χαρά με την ευχαρίστηση που δεν κρατά, κυρίως μέσω της κατοχής και χρήσης των υλικών αγαθών, αλλά και των ανθρώπων, η Εκκλησία μας κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κάθε Παρασκευή, μας υπενθυμίζει ότι αλλού βρίσκεται το φως. Στη σχέση με τον Χριστό. Στην απομείωση του σκότους μέσα από την εκκλησιαστική ζωή, την μετάνοια, την προσευχή, την ευσπλαχνία, τη συγχώρεση και την αγάπη, στην προσοχή του εαυτού μας στις λεπτομέρειές του, ώστε να μην αποκλίνει από το θέλημα του Θεού, το οποίο δεν είναι καταπίεση και σκοτάδι, αλλά αγάπη και ελευθερία, όπως το φανερώνει η Παναγία.
Οι χριστιανοί του καιρού μας συχνά λησμονούμε τη χαρά να είμαστε κομιστές του Ευαγγελίου, δηλαδή της καλής είδησης ότι ο Χριστός είναι παρών στον κόσμο διά της Θεοτόκου. Ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Ότι καλούμαστε να είμαστε κι εμείς τέκνα φωτός και να περπατούμε και να ζούμε ως τέκνα φωτός. Να χαίρονται οι άλλοι που μας βλέπουν και ακόμη και στον έλεγχό μας έναντι τους να νιώθουν την αγάπη. Να αισθάνονται την εμπιστοσύνη που μια φωτεινή και αγαπητική προσωπικότητα γεννά. Να νιώθουν ότι η ζωή της πίστης είναι υπέρβαση του σκοταδιού της μοναξιάς, του ανικανοποίητου για τον κόσμο και τη ζωή, της όποιας κακίας που κάποτε στηρίζεται στο δίκιο και το δικαίωμα. Και ακόμη κι αν δεν θέλουν να φωτιστούν, τουλάχιστον να γνωρίζουν από πού πηγάζει το δικό μας φως.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
πηγή