Σε μερικούς θεόφτωχους που τον ενοχλούσαν μπορούσε να αρνηθεί βοήθεια; Προχθές λόγου χάρη σε στιγμές οικονομικής στενοχώριας παρουσιάστηκε κάποιος στο γραφείο του με ξεφτισμένο σακάκι και χιλιομπαλωμένο παντελόνι, λιπόσαρκος, χλωμός, ακούρευτος, και του είπε
– Σεβασμιότατε, στον πορτιέρη δήλωσα πως είμαι συγγενής σας· συγχωρέστε με, το έκανα από φοβερή ανάγκη,
– Δεν χρειαζόταν να μεταχειριστείς το ψεύδος· όποιος με ζήτα τον δέχομαι.
– Τι συμβαίνει;
– Χρωστάω, παππούλη μου, χρωστάω 25 φράγκα, υπόγραψα γραμμάτιο και αυτό το καταραμένο το γραμμάτιο αύριο στις 10 το πρωί αν δεν πληρωθεί θα με στείλουν φυλακή. Σου ορκίζομαι δεν έχω δεκάρα μήτε για το ψωμί.
Τον κοίταξε καλά-καλά, κούνησε το κεφάλι του πήρε και χτύπησε το κουδούνι και πρόσταξε τον κλητήρα να φωνάξει τον Σακκόπουλο.
– Διαταγάς! άκουσε σε λίγο το μέταλλο της φωνής του.
– Κωστή, δώσε σε παρακαλώ 25 δραχμές στον αδελφό μας εδώ. Εκείνος μαρμάρωσε, απόμεινε να χάσκει.
– Επιθυμείς τίποτε να μου ανακοινώσεις και παραμένεις ακίνητος;
– Δεν έχω λεφτά, σεβασμιώτατε. – Σε παρακαλώ κοίταξε καλύτερα διότι είναι μέγιστη ανάγκη.
Τον πλησίασε τότε και του ψιθύρισε σχεδόν στο αυτί
– Όλες και όλες 25 δραχμές έχουμε και είναι αρχές του μήνα καταλαβαίνετε λοιπόν…
– Δώσε τες, Κωστή, και έχει ο Θεός.
Τα μάτια του Σακκοπούλου άστραψαν, γύρισαν και κοίταξαν τον επισκέπτη με αγανάκτηση.
– Από πού ξεφύτρωσες τέτοια ώρα; ανάκραξε ταραγμένος.
– Ησύχασε Κωστή, άκουσε όλο γλυκιά τη φωνή του. Μη στεναχωριέσαι, κάθε ενίσχυση στον πλησίον μας επανέρχεται, συχνά πολλαπλάσια. Είναι όντως ανάγκη να ενισχυθεί ο άγνωστος αυτός αδελφός μας.
Ο Κωστής πήγε-ήρθε μουρμουρίζοντας, έφερε τα λεφτά και τα παρέδωσε στον άγνωστο επισκέπτη.
Το ίδιο εκείνο απόγευμα έτριβε τα μάτια του, έβλεπε ολοφάνερα την επαλήθευση πενταπλάσιας επιστροφής. Μία πρόσκληση του αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου να τελέσουν κάποιο Αρχοντικό γάμο στη Μητρόπολη μαζί με καλλίφωνους Ριζαρείτες σπουδαστές, εκτός από χίλιες δύο περιποιήσεις, τούς έφερε στο ταμείο 120 στρογγυλές δραχμές· νόμισμα των 100 στο Δεσπότη και 20 στους σπουδαστές όπου φυσικά δεν τις κράτησαν και τις παρέδωσαν στα χέρια του.
– Καταπληκτικός ο λόγος αυτού του ανθρώπου σιγοψιθύριζε όλη τη βραδιά ο Σακκόπουλος, γεροδεμένος με πίστη και αυταπάρνηση!
(Ο άγιος του αιώνας μας, Σώτου Χονδρόπουλου,1992, σελ. 193-194)