Τις εγκληματικές ευθύνες όσων πήραν αποφάσεις που αγγίζουν τα όρια της γενοκτονίας κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας για τη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και την τακτική διάφορων συναδέλφων του να μετατρέπονται σε τηλε-ειδικούς, στηλιτεύει ο καθηγητής Παθολογίας, Ερευνας και Πολιτικής Υγείας, Επιστημών Δεδομένων και Στατιστικής στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης, σε συνέντευξη που παραχώρησε πριν από λίγες ημέρες στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέο Πλανόδιον».
«Οι θέσεις μου στο ζήτημα της πανδημίας είναι mainstream όσον αφορά την επιστημονική βιβλιογραφία και το τι ισχυρίζεται η πλειονότητα των σοβαρών, έμπειρων επιστημόνων. Δυστυχώς, όμως, σε πολλά μέσα ενημέρωσης και σε πολλούς ισχυρούς πολιτικούς κύκλους και θεσμούς, επικρατεί μια παραληρηματική ανάγνωση και παραμόρφωση της επιστήμης. Πρόσφατα αναλύσαμε την επιρροή στην επιστημονική βιβλιογραφία για Covid-19 όλων των επιστημόνων που έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Ανάμεσα στους δέκα ειδικούς επιστήμονες με την εντονότερη τηλεοπτική παρουσία στην Ελλάδα κανένας δεν ανήκει στους 10.000 με τη μεγαλύτερη επιστημονική επιρροή στη βιβλιογραφία Covid-19 παγκοσμίως!» αποκαλύπτει ο Ελληνας καθηγητής.
Όπως προκύπτει από την έρευνα που έκαναν ο ίδιος και οι συνεργάτες του, 64 επιστήμονες στην Ελλάδα έχουν μεγαλύτερη επιστημονική επιρροή στη βιβλιογραφία για την πανδημία από αυτούς τους δέκα τηλε-ειδικούς. Σύμφωνα με τον δρα Ιωαννίδη, οι περισσότεροι σοβαροί επιστήμονες αυτολογοκρίνονται, γιατί, αν πάνε να μιλήσουν, ξέρουν ότι θα συσσωρεύσουν χλεύη από κύκλους που μπορεί να αγνοούν τη σοβαρή επιστήμη, αριστεύουν όμως στο… μερεμέτι της δαιμονοποίησης. «Μέσα από τις μιντιακές ραδιουργίες, που μπορεί να συντονίσει ακόμα και ένας μετριότατος υπεύθυνος Τύπου, ενός οποιουδήποτε μετριότατου πολιτικού, έχει μεγαλύτερη δύναμη επικοινωνιακού πυρός απ’ ό,τι δέκα νομπελίστες μαζί. Ολα είναι “φαίνεσθαι”. Οπότε, πετάει ο γάιδαρος ο επιστήμονας; Πετάει. Η ψυχολογική φθορά για όσους προσπαθούν να αντισταθούν είναι λυπηρή. Κανένας επιστήμονας δεν έχει προετοιμαστεί για μια τέτοια κατάσταση» διαπιστώνει.
Σε ερώτηση για το ποια μέτρα θα λάμβανε ο ίδιος αν ήταν σήμερα υπεύθυνος χάραξης της υγειονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, ο καθηγητής του Στάνφορντ εξήρε για ακόμα μια φορά τη σημασία της σοβαρής επιδημιολογικής επιτήρησης, επισημαίνοντας ότι τα λύματα και τα ατομικά τεστ αυτοδιάγνωσης δεν αποτελούν μέτρα ικανά να αναχαιτίσουν το επιδημικό κύμα. «Ενίσχυση της τηλεργασίας, των δρομολογίων των ΜΜΜ και της πρωτοβάθμιας φροντίδας, εμβολιασμός όλων των υπερήλικων ατόμων και ατόμων με υψηλό κίνδυνο, προστασία των κλειστών δομών και των ασθενέστερων, περιθωριοποιημένων ανθρώπων, κοινωνική προστασία και ψυχολογική υποστήριξη, ενίσχυση σχολικών υποδομών, διάνοιξη χώρων και χρόνου, όπου οι άνθρωποι μπορούν να κινηθούν με αποφυγή συγχρωτισμού, αποφυγή επιβλαβών δρακόντειων περιοριστικών μέτρων που επιδεινώνουν (αντί να μειώνουν) το επιδημικό κύμα» προτείνει, τονίζοντας ότι κάποιοι συνάδελφοί του πιστεύουν στον… δρακόντειο εγκλεισμό.
«Τα δεδομένα δείχνουν ότι τέτοια μέτρα αυξάνουν τους θανάτους, ειδικά μάλιστα όταν το επιδημικό κύμα είναι ήδη διαδεδομένο» εξηγεί.