Script, το νόμισμα που έφτιαχναν στην Αμερική για να μπορέσουν να επιβιώσουν

Script, το νόμισμα που έφτιαχναν στην Αμερική για να μπορέσουν να επιβιώσουν

Στη δίνη της Μεγάλης Ύφεσης, όταν το δολάριο είχε εξαφανιστεί, οι κοινότητες στην Αμερική δημιούργησαν το scrip, ένα τοπικό νόμισμα που έγινε το εργαλείο της επιβίωσης τους.
Γρηγόρης Κεντητός
Όταν η Μεγάλη Ύφεση έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1929, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το βάθος της κρίσης που θα ακολουθούσε. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, οι τράπεζες κατέρρευσαν η μία μετά την άλλη και η πρόσβαση στο χρήμα μετατράπηκε σε προνόμιο των λίγων. Σε έναν κόσμο που λειτουργούσε με μετρητά, το γεγονός ότι αυτά τα μετρητά εξαφανίστηκαν από την αγορά ήταν σαν να είχε σταματήσει η ίδια η ζωή. Το δολάριο δεν έφτανε στα χέρια των ανθρώπων, όχι επειδή δεν υπήρχε αξία, αλλά επειδή οι τράπεζες κρατούσαν σφιχτά ό,τι απόθεμα τους είχε απομείνει. Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε το scrip — ένα παράλληλο, ανεπίσημο νόμισμα που έμελλε να στηρίξει εκατοντάδες κοινότητες στην πιο σκοτεινή δεκαετία της αμερικανικής οικονομικής ιστορίας.

Το scrip δεν ήταν απλώς χαρτάκια που έμοιαζαν με χρήματα. Ήταν κουπόνια, σημειώματα, χειρόγραφα πιστοποιητικά, ακόμα και ξύλινες “δέκαρες” που εκδίδονταν από δήμους, συνεταιρισμούς, εταιρείες και τοπικά μαγαζιά. Το βασικό του χαρακτηριστικό ήταν ότι είχε αποδοχή μόνο σε συγκεκριμένα μέρη — εκεί που υπήρχε εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών, των εμπόρων και των εργαζομένων. Δεν ήταν ένα σύστημα που βασιζόταν στην κρατική εγγύηση, αλλά στην κοινότητα. Σε πόλεις όπου τα δολάρια είχαν κυριολεκτικά εξαφανιστεί, το scrip ήταν ο μόνος τρόπος να αγοράσεις ψωμί, να πληρώσεις έναν κουρέα ή να πάρεις ένα σαπούνι.

Πολλές φορές, οι ίδιες οι δημοτικές αρχές τύπωναν scrip για να μπορέσουν να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους, οι οποίοι με τη σειρά τους το ξόδευαν σε τοπικά καταστήματα. Ήταν ένας οικονομικός κύκλος που συντηρούσε την επιβίωση χωρίς να περνάει μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Σε κάποιες περιπτώσεις, η αξία του scrip βασιζόταν σε ώρες εργασίας. Ένας υδραυλικός μπορούσε να πληρωθεί με scrip μιας ώρας, το οποίο θα το χρησιμοποιούσε για να πληρώσει έναν φούρναρη, ο οποίος στη συνέχεια θα πλήρωνε με αυτό κάποιον άλλο για να του κουρέψει τα μαλλιά. Ήταν ένα σύστημα ανταλλακτικής οικονομίας με σύγχρονη μορφή.

Το φαινόμενο πήρε ιδιαίτερη έκταση μεταξύ 1932 και 1934, όταν η έλλειψη μετρητών είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Σε πόλεις όπως το Tenino στην Ουάσινγκτον και το Pismo Beach στην Καλιφόρνια, το scrip κατασκευαζόταν ακόμη και πάνω σε φύλλα ξύλου, με σφραγίδες και αριθμούς κυκλοφορίας. Σε άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιούνταν μεταλλικά μάρκες που έμοιαζαν με νομίσματα ή ειδικά σχεδιασμένα δελτία. Κάθε κοινότητα είχε το δικό της “νόμισμα” και τους δικούς της κανόνες. Ήταν μια εσωτερική οικονομία, αλλά απολύτως ζωτική για την καθημερινότητα των ανθρώπων.

Ακόμα και μεγάλες εταιρείες υιοθέτησαν το σύστημα. Τα ανθρακωρυχεία, για παράδειγμα, πλήρωναν τους εργαζόμενους με δικό τους scrip που μπορούσε να ξοδευτεί αποκλειστικά στα μαγαζιά της εταιρείας. Αυτό το μοντέλο ονομάστηκε “company scrip” και δημιούργησε μια κατάσταση εξάρτησης, όπου οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να αποταμιεύσουν ή να φύγουν — γιατί το “χρήμα” τους δεν είχε καμία αξία έξω από το εργοστάσιο ή το ορυχείο. Το φαινόμενο ήταν τόσο διαδεδομένο που ενέπνευσε ακόμη και το τραγούδι “I Owe My Soul to the Company Store” στις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Η κυβέρνηση Ρούσβελτ παρακολούθησε το φαινόμενο με αμηχανία. Από τη μία, το scrip ήταν παράνομο ως μη αναγνωρισμένο μέσο συναλλαγής. Από την άλλη, ήταν φανερό ότι χωρίς αυτό, πολλές περιοχές της χώρας θα είχαν παραλύσει. Τελικά, με την εισαγωγή του προγράμματος New Deal και τη σταδιακή αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το scrip άρχισε να εξαφανίζεται. Οι τράπεζες επαναλειτούργησαν, τα δολάρια επέστρεψαν στην αγορά και το έκτακτο αυτό μέσο πληρωμών πέρασε στην ιστορία — αλλά όχι στη λήθη.

πηγή