Πάει καιρός που το ορφανό κομμάτι του εαυτού μου κάθεται σε ένα μικρό ψάθινο καρεκλάκι (σαν εκείνο που κάποτε κάθονταν τα κορίτσια του δημοτικού σχολείου που φορούσαν τις οργάντζες και αγνάντευαν τα στενοσόκακα των καλοκαιριών) και σιγοκλαίει τις απώλειες, νοσταλγεί τα πρόσωπα των φωτογραφιών, μιλάει στους Αγίους και ονειρεύεται μια μπλε βελούδινη τσάντα – που στο καλό βρέθηκε αυτή; -.
Τι να πω κι’εγώ η καημένη; Δεν μπορώ να το αποπάρω. Είναι βλέπεις ό,τι τρυφερό μου απόμεινε: Κάτι σαν ενθύμηση πως κάποτε υπήρξαμε ουσιαστικά, κάτι σαν πέτρα στο παλιό δρομάκι που είχαμε τρέξει ένα ζεστό μεσημέρι, σαν τραγούδι στο Τρίτο του Χατζηδάκη, σαν την αγάπη -τελικά-.
“Κραταιά” λέει “ως θάνατος η αγάπη”.
Και μήπως δεν αγαπήσαμε; Και μήπως δεν αγαπηθήκαμε; Αλλά όμως ο καιρός της αγάπης των προσώπων, των καρδιών και των πραγμάτων θάφτηκε κάτω από χιόνια, από ξερά φύλλα Σεπτέμβρη, από σωρούς βοτσάλων που είχαμε πετάξει στις θάλασσες των ξένοιαστων διακοπών μας. Όχι η αγάπη αλλά ο καιρός της θάφτηκε, που πάει να πει πως δεν είναι η ώρα της.
Ότι τραγουδήσαμε, τραγουδήσαμε, ότι πονέσαμε πονέσαμε, ότι συναντήσαμε συναντήσαμε.
Ευτυχείς υπήρξαμε που αξιωθήκαμε τα απομεσήμερα, τα βελούδα των παλιών φορεμάτων, τον λόγο των ποιητών, τις μουσικές τις εξαίσιες, εκείνο το δαντελωτό μαξιλάρι, το δάκρυ που σφράγισε τον ύπνο που το στοίχειωσε, το καντηλάκι που φεγγοβόλησε το εικονοστάσι στο χολ του πατρικού σπιτιού και όλα όσα έγιναν χαμόγελό μας.
Τώρα εμείς που ζήσαμε θα σωπάσουμε γιατί απέξω περνούν οι εχθροί.
Δεν τους φοβόμαστε αλλά πρέπει να διαφυλάξουμε τα πλούτη που πλουτίσαμε ζώντας την αληθινή ζωή. Ετούτα είναι που φυλάει το ορφανό μου, καθισμένο στο μικρό του κάθισμα. Γιατί αυτά που ζήσαμε, αυτά δηλαδή που μας όρισαν ως Ανθρώπους, Έλληνες και Χριστιανούς δεν μπορούν να παραδοθούν, να αλλοιωθούν, να αλωθούν και να προδοθούν.
Σωπάστε τώρα…..μην μας ακούσουν. Σαν έρθει η ώρα θα ανοίξω την μπλε βελούδινη τσάντα, θα ανοίξεις κι’εσύ την καρδιά σου, ο άλλος τον μυστικό του κήπο, τα παιδιά τις φωνές που τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο, οι οικιακές γυναίκες τα σεντούκια με τα χρυσά νυφιάτικα σκουλαρίκια και την παλιά σημαία και τέλος πάντων ο καθείς ό,τι του βρίσκεται από τον καιρό της πολυτιμότητος, θα ανοίξει και η Παναγιά τα λευκά Της χέρια και το ορφανό μου θα πάρει το καρεκλάκι μέσα και βιαστικά θα στολιστεί ενώτια τις μνήμες και διάδημα την Αγάπη και όλοι μαζί θα παρελάσουμε στον ήλιο μπροστά…Της δικαιοσύνης τον ήλιο, του προσώπου Του τον ήλιο, τον ήλιο που πάντα μας ήταν συγγενής σαν αντιφέγγιζε από την εικόνα Της το ” Άξιον εστί “, από τα κεριά των εαρινών εσπερινών, από τα πάθη-τάματα μπροστά στις εικόνες των Φίλων Αγίων, από το κέντρο των πόθων μας “Ω γλυκύ μου έαρ”.
Σωπάστε τώρα…μέχρι η Μάννα να πει “Ω γλυκύ μου έαρ”, μέχρι νάρθει η ώρα!