Σούρωπο στην Βασιλεύουσα
Συνεσίου μοναχοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου
Σούρουπο στὴ Βασιλεύουσα. Ὁ ἥλιος τρέχει νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ τὰ γερασμένα Θεοδοσιανὰ τείχη καὶ νὰ βασιλέψει ὁλοπόρφυρος στὴν ἀπέραντη θρακικὴ πεδιάδα. Τὸ πρόγραμμα τῶν ξεναγήσεων ἔχει τελειώσει καὶ οἱ προσκυνητὲς ἔχουν σκορπίσει κατὰ παρέες στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια καὶ βραδυνὸ φαγητό. Ἡ δική μας συντροφιὰ -ἑπτὰ ψυχὲς- βαδίζει στὴν παλιὰ Κωνσταντινούπολη ψάχνοντας μέσα στὴν σύγχρονη πόλη τῶν 15 ἑκατομμυρίων κάποια λείψανα τῆς βυζαντινῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων. Ἀπόψε, τελευταία νύχτα τοῦ προσκυνήματος, θὰ ἐπιχειρούσαμε νὰ βρεθοῦμε σὲ κάποιες βυζαντινές, χιλιόχρονες καὶ πλέον ἐκκλησιές, πού στέκουν ἀκόμα ξεχασμένες ἀπὸ τὸν χρόνο ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἐπισκέπτες τῆς Πόλης. Περνᾶμε ἕναν κεντρικὸ δρόμο καὶ στρίβουμε ἀριστερὰ σ΄ ἕνα μικρότερο. Μπροστὰ μας ὀρθώνεται ἕνα μεγάλο τέμενος, πού…. φέρει ἐξωτερικὰ τὰ γνωρίσματα ἑνὸς καθολικοῦ Μονῆς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Σταυρό, πού ἀπουσιάζει ἐδῶ καὶ κάποιους αἰῶνες ἀπὸ τὸν τροῦλλο του…
Προχωροῦμε καὶ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν χότζα τὴν ἄδεια νὰ μποῦμε μέσα. Ἐκεῖνος πρόθυμος καὶ φιλικός μᾶς καλωσορίζει καὶ μᾶς ἐπιτρέπει τὴν εἴσοδο. Παράλληλά μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ἐδῶ ἦταν στὰ βυζαντινὰ χρόνια ἡ περίφημη μονὴ τοῦ Ἀκαταλήπτου. Ὅμως ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς πλησιάζει γιὰ τοὺς πιστοὺς μουσουλμάνους· ὁ χότζας μᾶς ἀφήνει καὶ ντυμένος μὲ τὴν ἐπίσημη στολὴ του μπαίνει στὸ ἐσωτερικὸ καὶ ἀρχίζει τὸ ναμάζι [Ναμάζι <(τουρκ.) namaz (ναμὰζ) = προσευχὴ τῶν μουσουλμάνων μὲ γονυκλισίες]. Κοντὰ του συγκεντρώνονται καμιὰ δεκαριὰ ἄνδρες πού ἐπαναλαμβάνουν κάποιες προσευχὲς καὶ γονατίζουν ὅταν αὐτὸς δίνει τὸ παράγγελμα. Ἐμεῖς, ἀνυπόδητοι καὶ σιωπηλοὶ περιεργαζόμαστε ἐσωτερικὰ τὸ τέμενος ψάχνοντας ἐπίμονα στοὺς τοίχους καὶ στὶς ἁψίδες κάποια σπαράγματα τοιχογραφίας ἢ ψηφιδωτοῦ. Τίποτε ὅμως δὲν διακρίνουμε, μιᾶς καὶ ὁ σοβὰς ἔχει ξυθεῖ μαζὶ μὲ τὶς ἁγιογραφίες, πού εἶχε ἱστορημένες πάνω του (τὸ ἀνεικονικὸ ἰσλὰμ ἀπαγορεύει αὐστηρὰ τὴν ἀποτύπωση τῆς μορφῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν προφητῶν Του). Μόνο στὴν ἁψίδα τῆς κεντρικῆς εἰσόδου ἀπὸ τὴ λιτὴ στὸν κυρίως ναό, διακρίνουμε ἴχνη ἀπὸ φρέσκο. Οἱ μορφὲς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωριστοῦν. Βγαίνουμε ἀπὸ τὸ τζαμί, χωρὶς νὰ ἔχουμε ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία μας νὰ ἀνακαλύψουμε κάτι τὸ μοναδικὸ ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς δόξης τοῦ Βυζαντίου. Καθὼς στεκόμαστε στὴν αὐλὴ τοῦ τεμένους παρατηροῦμε συμμετρικὰ πρὸς τὸ κεντρικὸ κτίσμα οἰκοδομήματα πού θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι τὰ παρεκκλήσια τοῦ καθολικοῦ. Καθὼς ἔχει ἤδη νυχτώσει γιὰ τὰ καλά, προχωροῦμε στ΄ ἀριστερὰ καὶ μπαίνουμε σ΄ ἕναν κῆπο μὲ δένδρα, ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ χαλάσματα ἀτάκτως ἐρριμμένα, ποιὸς ξέρει ἀπὸ πότε. Μάρμαρα λαξευμένα, κιονόκρανα, σπασμένες κολόνες, πέτρες καὶ ἕνας τοῖχος στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ κήπου ἀλλοῦ γκρεμισμένος ἀλλοῦ γερός. Ἦταν σὰν νὰ μπήκαμε σὲ μιὰν ἄλλη ἐποχή. Λίγα βήματα πίσω μας ἦταν ἡ Πόλη τοῦ 21ου αἰώνα κι ὅμως σ΄ ἐκεῖνο τὸν χῶρο νιώθαμε ὅτι ὁ χρόνος εἶχε σταματήσει νὰ μετρᾶ. Μὲ ἀρκετὸ δισταγμὸ καὶ μὲ κάποιο φόβο, μήπως κανεὶς μᾶς σταματήσει, μπαίνουμε μέσα στὰ χαλάσματα καὶ προχωροῦμε στὸ βάθος ὅπου φαίνεται μιὰ πόρτα μὲ σιδεριά. Μήπως εἶναι τὸ παρεκκλήσι; Ἀφοῦ διασχίσουμε τὸν κῆπο τῶν ἐρειπίων φθάνουμε στὴν κλειδωμένη πόρτα. Τὸ παράθυρό της δὲν ἔχει τζάμι καὶ στὸ ἀμυδρὸ φῶς μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ ἐσωτερικό. Πράγματι φαίνεται νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παρεκκλήσια τοῦ καθολικοῦ. Δὲν φαίνονται ὅμως σ΄ αὐτὸ οὔτε τοιχογραφίες οὔτε ψηφιδωτά, ὅπως φανταζόμασταν, παρὰ μόνον εἴδη καθαριότητος, κάδοι ἀπορριμμάτων, σκοῦπες, φαράσια, στολὲς ὁδοκαθαριστῶν…
Ἐπιστρέφουμε κάπως ἀπογοητευμένοι, ἀλλὰ κάτι δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἐγκαταλείψουμε ἀκόμα τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ψάχνουμε μέσα στὰ χαλάσματα. Σταματᾶμε σὲ μιὰ μεγάλη μαρμάρινη πλάκα, ἀκουμπισμένη σ΄ ἕνα πεζούλι. Εἶναι ἄραγε τὸ θωράκιο τοῦ παλαιοῦ τέμπλου; Ἔχει κάπου ἀνάγλυφους σταυροὺς καὶ ἄλλα σύμβολα χριστιανικά; Σὲ λίγο δὲν θ΄ ἀργήσουμε νὰ καταλάβουμε ὅτι τὸ μάρμαρο αὐτὸ εἶναι Ἁγία Τράπεζα. Φαίνεται καθαρὰ ἡ θήκη τῶν ἐγκαινίων ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπουσιάζει τὸ πῶμα καὶ φυσικὰ τὸ περιεχόμενό της. Ἐκεῖ λυγίζουμε καθὼς αἰσθανόμαστε ὅτι βρισκόμαστε μπροστὰ σ΄ ἕνα συλημένο ἅγιο Θυσιαστήριο, σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα πού βεβηλώθηκαν καὶ καταστράφηκαν μετὰ τὴν Ἅλωση. Συγκλονισμένοι ἀσπαζόμαστε τὸ ἄκρο της. Βγαίνουμε ἀπὸ τὸν κῆπο καὶ ἐπιστρέφουμε στὸ τζαμί. Θέλουμε νὰ παρακαλέσουμε Τὸν καλόκαρδο χότζα νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δεξὶ παρεκκλήσι, τὴν εἴσοδο τοῦ ὁποίου ἔχουμε ἤδη ἐντοπίσει ἀνάμεσα σὲ χόρτα καὶ θάμνους στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τεμένους. Ἐκεῖνος παίρνει τὰ κλειδιὰ κι ἐμεῖς τὸν ἀκολουθοῦμε μὲ δέος καὶ μ΄ ἐλπίδα. Διασχίζουμε πάλι ἕναν ἄλλο κῆπο μὲ λιγότερα χαλάσματα καὶ φθάνουμε στὴ σιδερένια πόρτα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πέφτει ἐξωτερικὰ τὸ φῶς ἑνὸς προβολέα, ἀλλὰ τὸ ἐσωτερικό τοῦ παρεκκλησίου παραμένει σκοτεινό. Ἔχει πολλοὺς μικροὺς χώρους, κόγχες, ἁψίδες· ἰδανικὸς τόπος γιὰ μιὰ ἀγρυπνία! Ὁ ὁδηγὸς μᾶς δείχνει ἕναν τάφο, ἀλλὰ τὰ λίγα του ἀγγλικὰ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ μᾶς ἐξηγήσει περισσότερα. Μᾶς ἐπιτρέπει ὅμως νὰ φωτογραφίσουμε, καθὼς μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ στὰ σημεῖα πού ὑπάρχουν σπαράγματα τοιχογραφίας-φρέσκο, ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ. Στὸ φλὰς τῆς φωτογραφικῆς μηχανῆς διακρίνουμε πράγματι λίγες ἁγιογραφίες διατηρημένες σὲ πολὺ καλύτερη κατάσταση ἄπ΄ αὐτὲς τοῦ Καθολικοῦ. Σὲ μία κόγχη ἡ παράσταση τῆς Θεοτόκου στὸν τύπο τῆς Πλατυτέρας, καὶ ἑκατέρωθεν αὐτῆς ἡ ἐπιγραφὴ Παναγία ἡ Κυριώτισσα. Προσκυνοῦμε τὴν τοιχογραφία τῆς Παναγίας, μουρμουρίζοντας τὸ «Ἄξιόν ἐστι». Σὲ λίγο βγαίνουμε ἀπὸ τὸ κατανυκτικὸ παρεκκλήσι καὶ ὁ χότζας κλειδώνει πάλι τὴ σκουριασμένη κλειδαριά. Μᾶς λέει ὅτι αὔριο θὰ μπορούσαμε νὰ ἐρχόμασταν ὅλοι οἱ προσκυνητὲς νὰ δοῦμε τὸ μνημεῖο αὐτό. Εὐχαριστοῦμε καὶ φεύγουμε ἀλλὰ δὲν μᾶς κάνει καρδιὰ νὰ γυρίσουμε στὸ ξενοδοχεῖο. Τελευταῖο βράδυ στὴν Πόλη καὶ θὰ θέλαμε νὰ ζήσουμε καὶ ἄλλα μυστικά της. Παίρνουμε τώρα βόρεια κατεύθυνση συνεχίζοντας τὴν πορεία μας στὶς παλιὲς γειτονιές. Κάπου περνοῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ καμάρα τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἐρείπιο πού στέκει ἀκόμη. Δίπλα της ἕνα θεόρατο πλατάνι. Τώρα τὰ φῶτα λιγοστεύουν καὶ ἡ περιοχὴ μοιάζει μὲ ἀπόμερη συνοικία. Σὲ μιὰ ἀνοιχτωσιὰ μέσα στὸ μισοσκόταδο μερικὰ παιδιὰ παίζουν μπάλα. Στὸ τέλος τοῦ μικροῦ δρόμου, πού διασχίζουμε, στρίβουμε σ΄ ἕνα σοκάκι καὶ βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ μικρὴ ἀλλὰ πανέμορφη καὶ ἄριστα διατηρημένη, ἐξωτερικὰ τουλάχιστον, βυζαντινὴ ἐκκλησία. Ἕνα κομψοτέχνημα μὲ τὸν κεντρικό της τροῦλλο, τοὺς τρεῖς μικρότερους τρούλλους στὸν νάρθηκα καὶ τὰ δύο παρεκκλήσια ἐνσωματωμένα στὸ ὅλο κτίσμα. Ἐσωτερικὰ ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ ἐκκλησούλα εἶναι τέμενος μουσουλμανικό. Ἐν τούτοις βλέπουμε μὲ ἔκπληξη χριστιανικὰ σύμβολα νὰ μᾶς ὑποδέχονται, ἀνάγλυφα στὶς ἐντοιχισμένες μαρμάρινες πλάκες ἑκατέρωθεν τῆς κεντρικῆς εἰσόδου. Ἡ ὥρα εἶναι περασμένη καὶ ἡ πόρτα κλειστή. Ὅμως κάποιος φαίνεται νὰ εἶναι μέσα καὶ ἐμεῖς παίρνουμε τὸ θάρρος καὶ χτυπᾶμε νὰ μᾶς ἀνοίξει. Εἶναι ὁ χότζας τοῦ τεμένους, ὄχι τόσο πρόσχαρος ὅσο ὁ προηγούμενος, καὶ σπεύδει νὰ μᾶς δείξει τὸ φρέσκο στὸν δεξιὸ τροῦλλο τοῦ νάρθηκα. Στὸ περιορισμένο φῶς βλέπουμε τὸν Χριστὸ Παντοκράτορα στὸ κέντρο τοῦ θόλου καὶ γύρω Του μιὰ χορεία Ἁγίων. Ὁ μεσαῖος τροῦλλος καὶ ὁ ἀριστερὸς εἶναι σοβατισμένοι ἐσωτερικά. Στὸν κυρίως ναὸ δὲν ὑπάρχει τίποτα πού νὰ θυμίζει τὸ βυζαντινὸ παρελθὸν τοῦ κτίσματος αὐτοῦ, παρὰ μόνο μερικὰ κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ. Τὸ παρεκκλήσι στὰ δεξιὰ χρησιμεύει σὰν ἀποθήκη· εἶναι κλειστό. Στ΄ ἀριστερά, τὸ ἄλλο παρεκκλήσι εἶναι ἀνοιχτὸ καὶ φωτισμένο. Ἔχει μετατραπεῖ σέ… ἀποχωρητήριο, τρεῖς τουαλέτες στὴ σειρά, στὸ χῶρο ποῦ κάποτε ἦταν τὸ ἅγιο Βῆμα…
Κάπου ἐκεῖ μιὰ πορτούλα, καὶ μιὰ στενή, σχεδὸν κρυφὴ σκάλα, πού ὁδηγεῖ ψηλὰ σ΄ ἕνα δωματιάκι.
– Ἐκεῖ ἔμενε ὁ παπάς, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ χότζας καὶ προσθέτει μὲ τὰ σπασμένα του ἀγγλικά: βυζὰνς ἁγιάσμα, δείχνοντάς μας μιὰ πέτρινη ὑδρία στὸν νάρθηκα γεμάτη μὲ νερό.
Τί νὰ εἶναι ἄραγε αὐτό; Φιάλη ἁγιασμοῦ ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια, πού ἔχει ἀλλάξει χρήση καὶ χρησιμεύει γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν πιστῶν τοῦ Ἀλλὰχ πρὶν τὸ ναμάζι τους; Εὐχαριστοῦμε τὸν χότζα, ζητώντας συγγνώμη γιὰ τὴ βραδινὴ ἐνόχληση καὶ πᾶμε νὰ φύγουμε. Στὴν ἔξοδο τοῦ τεμένους ἔχει τοποθετηθεῖ ἕνα πανεράκι καὶ μᾶς ζητεῖται νὰ ρίξουμε ἐκεῖ ὅ,τι ἔχουμε εὐχαρίστηση. Βγαίνουμε καὶ παίρνουμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Εἶναι ἤδη ἀργὰ ἀλλὰ δὲν βιαζόμαστε νὰ γυρίσουμε. Στὸν ψυχικό μας κόσμο ἀνάμεικτα τὰ συναισθήματα, ἰδίως αὐτῶν πού ἔρχονταν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν παλιὰ Κωνσταντινούπολη. Καθένας ἀναλογίζεται τὰ ὅσα εἶδε ἀπόψε…
Ἔχουν περάσει πάνω ἀπὸ πεντακόσια χρόνια ἀπὸ τότε πού ἡ Βασιλίδα τῶν πόλεων ἀλώθηκε, ἀλλὰ κάποια χιλιόχρονα καὶ πλέον κτίσματα μένουν ὄρθια προκαλώντας μὲ τὴν παρουσία τους τὸν καταλύτη χρόνο. Μένουν ὄρθια καὶ περιμένουν.
Τί νὰ περιμένουν ἄραγε; Περιμένουν τοὺς εὐαίσθητους διεθνεῖς ὀργανισμοὺς νὰ τὰ προστατέψουν καὶ νὰ σταματήσουν τὸ ἔργο τῆς βεβήλωσης;
Περιμένουν τοὺς τουρίστες νὰ τὰ φωτογραφήσουν;
Περιμένουν τοὺς Ἕλληνες ἐπισκέπτες, πού τὰ ἔχουν ὁλότελα ξεχάσει;
Περιμένουν λιβάνι νὰ μοσχοβολήσει, κεριὰ καὶ πολυκάνδηλα νὰ φωτίσουν τοὺς κουμπέδες τους; [Κουμπὲς <(τούρκ.) kubbe = ὁ θόλος, ὁ τροῦλλος]. Περιμένουν ν΄ ἀκουστεῖ κάτω ἀπὸ τὶς χιλιόχρονες ἁψίδες τους τὸ Χριστὸς ἀνέστη;
Καὶ ὅμως περιμένουν…
πηγή:Περιοδικὸ «Πολυγύρος»