Σ ἕνα χωριό τῆς Κύπρου,ζούσαν καί Τουρκοκύπριοι καιἙλληνοκύπριοι.
Τά παιδιά καθημερινά ἔπαιζαν μαζί.
Μία μέρα ἔπαιξαν ἕνα παιχνίδι πού εἶχε τήν ἑξῆς ἰδιομορφία:
Ὅποιον ἔπιαναν τά τουρκάκια τοῦ ἔλεγαν νά γίνη μουσουλμάνος. Ὅποιον ἔπιαναν τά ἑλληνάκια τοῦ ἔλεγαν νά γίνη Χριστιανός.
Τά τουρκάκια ἔπιασαν ἕνα παιδάκι δώδεκα χρονῶν.
Ἔπεσαν ὅλα πάνω του καί τοῦ ἔλεγαν νά γίνη μουσουλμάνος.
Ἐκεῖνο ἀρνήθηκε λέγοντας πώς εἶναι Χριστιανός.
Τά τουρκάκια ἐπέμεναν καί πάνω στό παιχνίδι ἔπεσαν πάνω του.Το παιδί δέν μποροῦσε νά ἀναπνεύση.Τα τουρκάκια δέν κατάλαβαν τόν κίνδυνο καί δυστυχῶς τό παιδί πέθανε ἀπό ἀσφυξία.
Ὅλοι λυπήθηκαν, ἀλλά δέν ἔγινε καμμία φασαρία, διότι οἱ ἄνθρωποι ἦταν τότε ἀγαπημένοι στά χωριά καί γνώριζαν ὅτι δέν ἔγινε μέ κακό σκοπό.
Ηταν ἕνα τυχαῖο γεγονός πάνω στό παιχνίδι.
Μετά ἀπό τρία χρόνια, ὅταν ἄνοιξαν τόν τάφο γιά νά κάνουν ἐκταφή, τά λείψανά του ἐξέπεμπαν μία ἄρρητη εὐωδία πού εὐωδίασε ὅλο τό κοιμητήριο.
Στά μάτια του Θεοῦ τό παιδάκι αὐτό θεωρήθηκε μάρτυρας καί ὁμολογητής.
Δέν δέχθηκε νά ἀρνηθῆ τή Χριστιανική Πίστι οὔτε καί στό παιχνίδι.