Στὴν ἀνομβρία ἢ στὶς ἐπιδημίες εἴχαμε τὶς λιτανεῖες…(παπα-Νικόλας, παππούς της γερόντισσας Γαλακτίας)
Στὴν ἀνομβρία ἢ στὶς ἐπιδημίες εἴχαμε τὶς λιτανεῖες…
Ὁ παπᾶ-Νικόλας ἦταν ὁ παπποῦς τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας ἀπὸ τὴν Κρήτη. Ἦταν δάσκαλος ποὺ 30 ἐτῶν ἔχασε τὴ σύζυγό του κι ἔγινε ἱερέας μετὰ τὴν ἔγκριση τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Μονῆς Κουδουμά, Ἁγίου Παρθενίου καὶ Ἁγίου Εὐμενίου. Θεωρῶ ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλος Ἅγιος καὶ μακάρι νὰ ἁγιοποιηθεῖ…
Γράφει ἡ κ. Μαρία Δασκαλάκη φιλόλογος.
Ὁ ιερέας παπποῦς μου πατέρας Νικόλαος ἀπὸ τὴν Πόμπια Ἡρακλείου της Ἁγιοτόκου ἱερὰς νήσου Κρήτης.
Στὴν ἀνομβρία ἢ στὶς ἐπιδημίες εἴχαμε τὶς λιτανεῖες.
Ἔδινε ἐντολὴ γιὰ αὐστηρὴ νηστεία μίας ἑβδομάδας, συμφιλιώνονταν ὅσοι εἶχαν ἔχθρα καὶ ἐξομολογοῦνταν ὅλο τὸ χωριό.Ἔπειτα γινόταν ἀγρυπνία.
Τὸ πρωὶ παίρνανε τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ τὶς εἰκόνες.
«Πήρατε καὶ ὀμπρέλες;» ρώταγε ὁ παππούς μου.«Ἂν δὲν πάρετε ὀμπρέλες δὲν ξεκινᾶμε. Ποῦ εἶναι ἡ πίστη σας;».
Θυμᾶμαι μικρὸ παιδὶ κάποτε καὶ γονάτισαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν πρώτη μικρὴ πλατεία, ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὰ καφενεῖα.
Ὁ παππούς μου διάβασε εὐχές. Τὰ δάκρυά του ἔτρεχαν ποταμός.
Στὴν πλατεία τοῦ Σταυροῦ ξαναγονάτισαν.
Μετὰ τὶς εὐχές, συναπαρμένος ὁ παππούς μου ἀπὸ ἱερὸ ζῆλο, ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ φώναξε: «Σὲ ἱκετεύω Κύριε μὲ τοῦτα τὰ χέρια, ποὺ πενήντα χρόνια δὲν μαγάρισαν ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῆς γῆς»!
Ἦταν σὲ χηρεία ἀπὸ 30 χρονῶν.
Ἀμέσως, ἀπὸ τὸ πουθενὰ ξεπετάχτηκαν σύννεφα. Μαύρισε ὁ οὐρανός.
Ὅταν φθάσαμε στὴν Ἁγία Παρασκευὴ στὸ πανωχώρι, ἄρχισε κατακλυσμιαία βροχή!
Ἡ φωνὴ τοῦ παπποῦ μου ἐπιτακτική:
«μὴν κινηθεῖ κανείς! Θὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν λιτανεία! Θὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Ἐκκλησία νὰ χτυπήσουμε χαρμόσυνα τὶς καμπάνες καὶ νὰ δοξολογήσουμε τὸν Θεόν!
Σᾶς ἐγγυοῦμαι ὅτι δὲν θὰ κρυώσει κανείς»!